Η ARTENS διαβάζει το άρθρο του Κωστή Παπαγιώργη για το βιβλίο «Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος» του Αλμπέρ Καμύ».

”Το πνεύμα δεν πολεμά, αλλά χαρίζεται”

Ο Αλμπέρ Καμύ, γνωστός στη χώρα μας, γεννήθηκε το 1913 στο Μοντοβί της Αλγερίας. Ο πατέρας του ήταν Αλσατός εργάτης και πέθανε στη μάχη του Μάρνη. Η μητέρα του είχε σπανιόλικη καταγωγή και εργαζόταν ως παραδουλεύτρα. Τα τρία μέλη της οικογένειας ζούσαν σε ένα διαμέρισμα δύο δωματίων.

Το 1918 ο Καμύ πήγε στο δημοτικό σχολείο χάρη στον Λουί Ζερμαίν, που τον βοήθηκε να κερδίσει μια υποτροφία. Το 1930 η φυματίωση κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή της, θέτοντας τέλος στην αθλητική του σταδιοδρομία (ποδόσφαιρο, κολύμβηση και μποξ). Παρά τις προσπάθειές του, δεν κατάφερε να πετύχει την agrégation που θα του άνοιγε τον δρόμο για το πανεπιστήμιο, εξαιτίας και πάλι της φυματίωσης.

”Είναι εξόχως χαρακτηριστική η επινοητικότητα του Καμύ
να βρίσκει σε κάθε θεωρία τόσο τον δήμιο όσο και το θύμα
και να καταλήγει σε βροντώδη συμπεράσματα”

Η αρχική πρόθεση του Καμύ προφανώς ήταν να γράψει ένα βιβλίο για την ηθική, είτε πρόκειται για τον φόνο, είτε για την εξέγερση, είτε, τέλος, για την κομμουνιστική επανάσταση που είχε μεγάλο κύρος στις μέρες του. Το ίδιο πάνω-κάτω ζήτημα θέλησε να θίξει στον Μύθο του Σισύφου, με τη διαφορά ότι στον Σίσυφο δεν έχουμε να κάνουμε με φόνο αλλά με αυτοκτονία, η οποία θέτει μια σειρά προβλημάτων. Τα ίδια περίπου προβλήματα θέτει και ο «επαναστατημένος άνθρωπος», με τη διαφορά ότι ο αυτόχειρας στρέφεται κατά του εαυτού του, ενώ ο επαναστατημένος ξεπαστρεύει κάποιον εχθρό και οδεύει προς την εκτέλεση με το κεφάλι ψηλά, σάμπως να επιτέλεσε το ιστορικό του καθήκον. Με άλλα λόγια, ο φόνος τελείται στο επίπεδο των αξιών και όχι στο επίπεδο του παραλόγου.

Ο Καμύ θα «δικάσει» με τον τρόπο του τη «συμμορία των επαναστατημένων» φονιάδων, με τη διαφορά ότι στον καθένα θα επιλέξει διαφορετικά επιχειρήματα. Ιστορικά, όπως γράφει, η πρώτη συγκροτημένη επίθεση προέρχεται από τον Σαντ, που συγκεντρώνει σε μία μοναδική και τεράστια πολεμική μηχανή τα επιχειρήματα της ελευθεριάζουσας σκέψης, μέχρι την εποχή του κληρικού Μεσλιέ και του Βολταίρου. Ο Σαντ είναι άθεος. Πιο σωστά, η ιδέα που σχηματίζει για τον Θεό είναι η ιδέα μιας εγκληματικής θεότητας που συντρίβει τον άνθρωπο και τον αρνείται. Έγραφε: «Η εθνική φυλάκισή μου, η γκιλοτίνα μπροστά στα μάτια μου, μου έκανε χίλιες φορές περισσότερο κακό από όλες τις Βαστίλλες του κόσμου». Άλλωστε, από αυτήν τη φράση άντλησε το κουράγιο να είναι δημόσια μετριοπαθής κατά τη διάρκεια της Τρομοκρατίας και να επέμβει γενναιόψυχα για να σώσει μια πεθερά, η οποία εντούτοις τον είχε κλείσει στη Βαστίλλη. Παράδοξη συνήθεια των Γάλλων: φιλοσοφούν παρακολουθώντας καρατομήσεις!

Ο δανδισμός είναι μια μορφή παρακμής του ασκητισμού. Σύμφωνα με τον Μπωντλαίρ, το έμβλημα του δανδή είναι να ζεις και να πεθαίνεις μπροστά σε έναν καθρέφτη. Ο δανδής εκπλήσσει πάντα. Μονίμως βρίσκεται σε ρήξη, στο περιθώριο, αναγκάζει τους άλλους να τον δημιουργούν με την άρνηση των αξιών τους. Με άλλα λόγια, παίζει τη ζωή του επειδή ακριβώς αδυνατεί να τη βιώσει σε βάθος. Όλα σε αυτό τον κόσμο, λέει ο Μπωντλαίρ, αποπνέουν έγκλημα, η εφημερίδα, οι τοίχοι, το πρόσωπο του ανθρώπου…

Τα σχετικά με τον Ντοστογιέφσκι, περιττό να το πούμε, είναι γνωστά και διαβασμένα. Ειδικά η ρήση: «Αν δεν υπάρχει αρετή, δεν υπάρχει και νόμος, άρα όλα επιτρέπονται»! Τα ίδια έχουμε να πούμε και για τον Στίρνερ, ενώ για τον Νίτσε, έχουμε να κάνουμε με τον πρώτο πραγματικό μηδενιστή της Ευρώπης. Απόδειξη ότι ξεκινά με το «ο Θεός πέθανε», οπότε στρέφεται ενάντια σε οτιδήποτε σκοπεύει να αντικαταστήσει δολίως τη χαμένη θεότητα και να ντροπιάζει έναν κόσμο, από τον οποίο λείπει αναμφίβολα ο προορισμός, που εξακολουθεί, όμως, να είναι το μόνο χωνευτήρι των θεών. Γενικά, ο Νίτσε δεν σχεδίαζε να σκοτώσει τον Θεό, απεναντίας τον βρήκε νεκρό στην ψυχή της εποχής του. Η ίδια σκέψη φέρνει τον Νίτσε αντιμέτωπο με τον σοσιαλισμό και όλες τις μορφές του ανθρωπιστικού χριστιανισμού. Ο σοσιαλισμός είναι μηδενιστικός, με την έννοια που ο Νίτσε δίνει στη λέξη. Μηδενιστής δεν είναι εκείνος που δεν πιστεύει σε τίποτα, αλλά εκείνος που δεν πιστεύει σε αυτό που είναι. Από αυτή την άποψη, όλες οι μορφές του σοσιαλισμού είναι εκφυλισμένες εκδηλώσεις της χριστιανικής παρακμής. Για τον χριστιανισμό, ανταμοιβή και τιμωρία προϋπέθεταν μια ιστορία. Ο Νίτσε πολεμά τις σοσιαλιστικές θεωρίες ως ηθικές θεωρίες. Ο μηδενισμός είναι η λογική κατάληξη των λεγόμενων ανώτερων αξιών μας.

Οι σελίδες για τη Γαλλική Επανάσταση, την τρομοκρατία, την εκτέλεση του Γάλλου βασιλιά, τον Νίτσε, διαβάζονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Με ειδική ικανότητα ο Καμύ κατορθώνει να βρίσκει την ομοιότητα ανάμεσα σε ζητήματα ριζικώς διαφορετικά, οπότε το θέμα του καταφέρνει να επιβιώνει, παρά το γεγονός ότι ο αφηγητής περνάει μέσα από «την αντάρα των αιώνων». Αν, για παράδειγμα, πάρουμε τον Χέγκελ και την υπερδιάσημη διαλεκτική μεταξύ Κυρίου και Δούλου, η συμβολαιική λογική του Ρουσώ καταργείται, για να κυριαρχήσει το γνωστό δίπολο: κάθε συνείδηση, για να υπάρχει, επιζητεί τον θάνατο της άλλης. Αλλά, στην περίπτωση που μία από τις συνειδήσεις εκμηδενίζεται, η νικητήρια συνείδηση (του Κυρίου δηλαδή) δεν επιτυγχάνει καν να αναγνωριστεί, αφού αυτό δεν γίνεται να επιτευχθεί από μια συνείδηση που δεν υπάρχει πλέον.

Είναι εξόχως χαρακτηριστική η επινοητικότητα του Καμύ να βρίσκει σε κάθε θεωρία τόσο τον δήμιο όσο και το θύμα και να καταλήγει σε βροντώδη συμπεράσματα. Μία από τις εγελιανές ομάδες που διαδέχτηκαν τον δάσκαλο υποστήριξε ότι ο δούλος ελευθερώνεται μόνο όταν αυτός υποδουλώσει με τη σειρά του.

Γράφει ο Καμύ: «Ο ατομικισμός πήρε τη θέση της πίστης, η λογική τη θέση της Βίβλου, η πολιτική τη θέση της θρησκείας και της Εκκλησίας, η γη τη θέση του ουρανού, η εργασία τη θέση της προσευχής, η δυστυχία τη θέση της κόλασης, ο άνθρωπος τη θέση του Χριστού».

Η ARTENS διαβάζει το άρθρο του Κωστή Παπαγιώργη για το βιβλίο «Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος» του Αλμπέρ Καμύ

Ο Καμύ δεν ορρωδεί προ οιασδήποτε ιδεολογίας, όχι επειδή είναι ο μέγας γνώστης αλλά επειδή το σύστημά του τελικά είναι πιο όμορφο και αποτελεσματικό απ’ ό,τι φαντάστηκε. Λατίνος νομικός, ο Μουσολίνι είχε αρκεστεί στη λογική του Κράτους, το οποίο μεταμόρφωνε μόνο, με πολλή ρητορική σε απόλυτο. Η ρήση του: «Τίποτα εκτός του Κράτους, πάνω από το Κράτος, ενάντια στο Κράτος. Όλα στο Κράτος, για το Κράτος, μέσα στο Κράτος». Αντίθετα, η χιτλερική Γερμανία έδωσε σε τούτη τη λανθασμένη λογική την αληθινή της γλώσσα, τη γλώσσα μιας θρησκείας. «Η θεϊκή μας αποστολή, γράφει μια ναζιστική εφημερίδα, ήταν να οδηγήσουμε τον καθένα στις πηγές, στις Μάνες. Ήταν στ’ αλήθεια αποστολή του Θεού». Η τιμή βρισκόταν στην υπακοή, που συγχεόταν συχνά με το έγκλημα. Ο στρατιωτικός νόμος τιμωρεί με θάνατο την ανυπακοή και γι’ αυτόν τιμή είναι η υποταγή. Όταν όλοι είναι στρατιώτες, έγκλημα θεωρείται να μη σκοτώνεις όταν σε διατάζουν να το κάνεις… Ο Σπέερ απέδειξε στη δίκη της Νυρεμβέργης ότι ο Χίτλερ, παρότι μπορούσε να σταματήσει τον πόλεμο, προτίμησε τη γενική αυτοκτονία, τον υλικό και πολιτικό θάνατο του γερμανικού έθνους. Χίτλερ: «Αν ο γερμανικός λαός δεν έχει τα κότσια να νικήσει, δεν είναι άξιος να ζει…».

Είναι προφανές για τον Καμύ –που άλλοτε εμφανίζεται ως αρχιερέας της πολιτικής αλήθειας και άλλοτε ταυτισμένος με τους λογής λογής απολογητές θεωριών που απέτυχαν– ότι στο επιμέρους τα καταφέρνει πολύ καλά, στην ολότητα του ζητήματος όμως υστερεί, παράδειγμα ο Μαρξ, που είναι ο προφήτης της παραγωγής και μας επιτρέπεται να συμπεράνουμε ότι το σύστημα γι’ αυτόν προηγείται της πραγματικότητας. Υπερασπίστηκε τον Ρικάρντο ενάντια σε εκείνους που τον κατηγορούσαν ότι τον ενδιέφερε η παραγωγή για την παραγωγή («πολύ σωστά!» αναφωνεί ο Μαρξ) και πως την ήθελε χωρίς να ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους. Ακριβώς εκεί βρίσκεται η αξία του, αποκρίνεται ο Μαρξ με την ίδια θρασύτητα όπως ο Χέγκελ. «Τι σημασία έχει πράγματι η θυσία των ανθρώπων, αν πρόκειται να συνεισφέρει στη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας! Η πρόοδος μοιάζει με τον απαίσιο Θεό της ειδωλολατρίας που δεν ήθελε να πιει το νέκταρ παρά μόνο μέσα από το κρανίο των σκοτωμένων εχθρών του» .

Από κοινωνικός επαναστάτης, αρχιερέας της ιστορίας, γνώστης κάθε ιστορικού νοήματος, ο Καμύ στο τέλος του βιβλίου του μεταμορφώνεται σε έναν θεωρητικό των μη απόλυτων λύσεων, υπό την έννοια ότι το πνεύμα δεν πολεμά, αλλά απλώς χαρίζεται. Άρα, σε κάθε κόλαση φεγγίζει μια πνευματική αλήθεια που ζωογονεί και συντηρεί τη ζωή. Παράδειγμα: ο Ερνστ Ντβίνγκερ μιλάει στο Ημερολόγιο της Σιβηρίας για έναν Γερμανό αξιωματικό που, φυλακισμένος από χρόνια σε ένα στρατόπεδο όπου βασίλευαν το κρύο και η πείνα, έφτιαξε ένα άλαλο πιάνο με ξύλινα πλήκτρα. Εκεί, άθλιος και ρακένδυτος, συνέθετε μια παράξενη μουσική που μόνο αυτός άκουγε. «Έτσι, σε τούτη την κόλαση, μυστηριώδεις μελωδίες και βάναυσες εικόνες χαμένης ομορφιάς θα έφερναν πάντα σε εμάς, καταμεσής του εγκλήματος και της τρέλας, την ηχώ αυτής της αρμονικής ανταρσίας που μαρτυρεί στους αιώνες το ανθρώπινο μεγαλείο».

Άρα, η προοπτική πέραν του μηδενισμού μπορεί κάλλιστα να έχει κάποιο νόημα.

”Μια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας
είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει,
αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σ’ αυτό που σε συνθλίβει”