Η γειτόνισσα μου είναι μια άγνωστη. Το παραδέχομαι με λύπη αυτό, ίσως και με κάποιο θυμό. Πριν από τον αναγκαστικό μας εγκλεισμό, η γειτόνισσα μου ήταν ακόμη ένα ανθρωπάκι πίσω από τα βουβά παράθυρα των πολυκατοικιών. Τις μέρες που έκανε ζέστη και τα ρούχα στην απλώστρα έπρεπε να μαζευτούν, ίσως και να την σκεφτόμουν λίγο παραπάνω. Ίσως να αναρωτιόμουν φευγαλέα τι εντύπωση θα δώσω βγαίνοντας στο μπαλκόνι με μισό σετ τρύπιας πιτζάμας, αγουροξυπνημένη στις 12. Κατά βάση όμως, η γειτόνισσα δεν απασχολούσε τη σκέψη μου.

Τις τελευταίες εβδομάδες, όμως, σαν να με εκνευρίζει το γεγονός ότι δεν ξέρω κανέναν από όσους μένουν δίπλα μου. Αν το καλοσκεφτείς, είμαστε κοντά -απελπιστικά κοντά- τόσες ώρες την ημέρα. Περνάμε χρόνο μαζί πίσω από τις κλειστές πόρτες. Ακολουθούμε το ίδιο σετ επαναλαμβανόμενων μηχανικών κινήσεων χωρίς κανέναν ενθουσιασμό. Και δεν ξέρω καν το όνομά της ή την μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει. Αν καπνίζει δηλαδή. Ξέρω μονάχα ότι το μπαλκόνι της έβγαλε υγρασία την περασμένη Άνοιξη και ότι κάποιες φορές τσακώνεται τάχα χαμηλόφωνα με κάποιον συγκάτοικο. Μα δεν είναι γνώση αυτή. Τσαντίζομαι με τον εαυτό μου, το ασφυκτικό μου πρόγραμμα και την αστυφιλία της εποχής που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για σχέσεις πέραν από τις τυπικές. Ίσως αν μάθω να παρατηρώ τις κινήσεις της να αποκρυπτογραφήσω δυο-τρεις βασικές λεπτομέρειες της ζωής της.

Όπως όταν ήμουν παιδί. Τότε που τα καλοκαίρια ήταν ατέλειωτα, σχεδόν βασανιστικά μεγάλα. Είχα εκπαιδεύσει τον εαυτό μου να παρατηρεί τα μικρά και τα ασήμαντα, σε μια προσπάθεια να γλυτώσω από την μεσημεριανή ραστώνη. Πώς τα σαλιγκάρια γυροφέρνουν τον κορμό του δένδρου, αλλά αποφεύγουν τα φύλλα με τα έντονα χρώματα και πώς ο ήχος του αέρα διαφέρει τις ηλιόλουστες μέρες από τις συννεφιασμένες. Όταν όσα παρατήρησα έγιναν πολλά, αποφάσισα να τα καταγράψω. Χώρισα το παλιό μου μισογραμμένο τετράδιο σε διαφορετικά αυτοσχέδια θέματα  και άρχισα να τα γεμίζω με τις μικρές ανακαλύψεις της ημέρας. Την είχα δει επιστήμονας αλλά τουλάχιστον κάτι την είχα δει. Ίσως έφταιγε και ο πατέρας μου που τότε είχε καταπιαστεί να διαβάζει χοντρά και με σκληρό εξώφυλλο βιβλία για την ανθρώπινη εξέλιξη.  Και όποιος καημένος ερχόταν για επίσκεψη στο σπίτι, αναγκαζόταν να ακούει για τον Δαρβίνο..

Τι σχέση έχουν,όμως, όλα αυτά με την γειτόνισσα; Νοσταλγώ την παρατήρηση νομίζω. Την ευλαβική απόδοση της προσοχής μου σε ένα μόνο πράγμα χωρίς διεξόδους και υπεκφυγές. Κουράστηκα να έχω πολλές επιλογές, να αποσπάται συνέχεια το μυαλό μου από τις διαφορετικές εναλλακτικές. Ίσως αν αρχίσω να παρατηρώ τη γειτόνισσα να ξαναβρώ το χαμένο μου πάθος για την λεπτομέρεια.

Σήμερα, ας πούμε, κατέβασε τα σκουπίδια δύο φορές. Γιατί δύο; Δεν είναι αρκετά μεγάλος ο κάδος στο σπίτι της; Μαγείρεψε και για αύριο; Μήπως δεν την χωρούν οι τέσσερις τοίχοι και ψάχνει αφορμές να περνάει το κατώφλι της εξώπορτας; Επίσης, κρατάει μονάχα αυτή τη μικρή σκούρα θήκη. Θήκη γυαλιών πρέπει να είναι, αν μη τι άλλο, για τα μαύρα γυαλιά ηλίου που φοράει ήδη ενώ βγαίνει αργά από την πυλωτή. Και δεν έχει καν ήλιο. Δεν φαίνεται για άνθρωπος που έχει ψύχωση με τα αξεσουάρ ούτε με γείτονα που ακολουθεί ευλαβικά τις επιταγές της μόδας. Να που, όμως, κάτι στο βάδισμα της μαγνητίζει το βλέμμα μου. Ούτε καν ο ήχος της τηλεόρασης, που δυναμώνει στις διαφημίσεις, είναι ικανός να μου αποσπάσει πια την προσοχή. Η νωχελικότητα του περπατήματός της και οι βαριές κινήσεις των χεριών της δεν δηλώνουν ανία,ίσως περισσότερομια απροσδιόριστη παραίτηση. Και τότε αρχίζω να θυμάμαι ότι οι φωνές από το κάτω πάτωμα μπορεί να είναι οι μοναδικές μου μνήμες από εκείνη, αλλά σίγουρα ανήκουν στο παρελθόν. Έχω πολύ καιρό να ακούσω χαμηλόφωνους διαπληκτισμούς από το γειτονικό διαμέρισμα.

Χαμένη στις σκέψεις μου, σχεδόν δεν παρατηρώ την ανεπαίσθητη κίνηση από το απέναντι πεζοδρόμιο. Μια ψηλή αντρική φιγούρα προσεγγίζει την γειτόνισσα και την ακουμπάει απαλά στο μπράτσο. Εκείνη τραβιέται τόσο απότομα, λες και φύλαγε όλη την ενέργεια των κινήσεων της για το τράβηγμα αυτό. Εξελίσσεται μια στιχομυθία σε ήπιους τόνους, αλλά η απόσταση είναι μεγάλη και πρέπει να ανοίξω το παράθυρο αν θέλω να ακούσω κάτι παραπάνω, κίνηση που πιθανόν να με προδώσει. Στέκομαι όρθια και ακίνητη περιμένοντας να δω την εξέλιξη, λες και παρακολουθώ ταινία μυστηρίου στο σινεμά. Μερικά λεπτά αργότερα, με απροσδιόριστη συνολική διάρκεια, η φιγούρα απομακρύνεται και η γειτόνισσα κοντοστέκεται μπροστά από τον ανοιχτό κάδο που χάσκει σαν στόμα θεριού. Το βλέμμα της είναι καρφωμένο στα σκουπίδια και για μια στιγμή νιώθω ότι και κείνη κάνει την ίδια ακριβώς σκέψη με μένα – πόσο τρομακτικό μοιάζει αυτό το σκοτεινό άνοιγμα του κάδου. Με γρήγορες κινήσεις πετάει τις σακούλες που κρατούσε, κλείνει το καπάκι και κατεβάζει τα γυαλιά ηλίου της. Είναι η πρώτη φορά που μπορώ να δω τα μάτια της και πιθανότατα η πρώτη φορά που παρατηρώ πραγματικά τα χαρακτηριστικά της. Έχοντας σταθεί μάρτυρας της προηγούμενης συνάντησης, περιμένω να την δω εξουθενωμένη, ίσως ακόμα και τρομαγμένη. Αντ’ αυτού, το βλέμμα της είναι σταθερό και οι κινήσεις της έχουν αποκτήσει μια αποφασιστικότητα. Σαν το κλείσιμο του κάδου να ήταν μεγάλο επίτευγμα για κείνη ή σαν η απρόσμενη συνάντηση να την γέμισε με ένα θάρρος που ούτε η ίδια ήξερε πως είχε.Καθώς τοποθετεί μια μικρή ατίθαση τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί της, αφήνει εκτεθειμένη μια ξεθωριασμένη μελανιά να ξεπροβάλλει στον κρόταφό της. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπά ακανόνιστα. Νιώθω την ανάγκη να βγω από το σπίτι και να την αγκαλιάσω. Ή έστω να της ζητήσω να πάμε μια βόλτα. Αντίθετα, παραμένω ακίνητη πίσω από το θολό τζάμι, την μικρή μου αυτοσχέδια τηλεόραση που προβάλει την ζωή μιας άγνωστης καρέ-καρέ. Χαμογελάω ασυναίσθητα. Καθώς την βλέπω να κατευθύνεται προς την είσοδο της πολυκατοικίας, κάτι μέσα μου μου λέει ότι οι χαμηλόφωνοι καυγάδες έχουν τελειώσει οριστικά για το διαμέρισμα του κάτω ορόφου.

Αλίκη Λάβδα
Η συγγραφέας του κειμένου ονομάζεται Αλίκη Λάβδα αλλά πολύ θα ήθελε να ονομάζεται
Ελίνα, είναι 23 ετών αλλά πολύ θα ήθελε να μείνει για πάντα 19 και ζει μόνιμα στην Αθήνα
(ικανοποιητική επιλογή αλλά σαφώς κατώτερη από πολυάριθμες μικρές γαλλικές πόλεις).
Είναι απόφοιτη του τμήματος Χημικών Μηχανικών του Ε.Μ.Π. και ασχολείται με το
γράψιμο από όταν πρωτοθυμάται τον εαυτό της. Επίσης, είναι υπέρμαχος του χαρτιού
έναντι της οθόνης και ελπίζει μια μέρα η ανθρωπότητα να αντιληφθεί την πραγματική αξία
των ανοιχτών παραθύρων στα οδικά ταξίδια.