Στον περίβολο του καφενείου τα λευκά πλαστικά ποτηράκια είχαν σερβιριστεί με πικρό καφέ περιμένοντας τους καλεσμένους της τελετής. Ήταν λίγοι όσοι είχαν κάνει τον κόπο να παρευρεθούν και αρκετά από τα δεκάδες αραδιασμένα λευκά πλαστικά ποτηράκια έμοιαζαν παράταιρα.

«Καλό κορίτσι, Θεός σχωρέσ’ το»
«Καλό κορίτσι αλλά άτυχο»
Έλεγαν και ρουφούσαν πικρό καφέ. Παρά την παγωμένη ατμόσφαιρα που τους στραγγάλιζε σαν μεταξωτή κορδέλα γύρω από τον λαιμό, οι παρευρισκόμενοι αψηφώντας το κρύο, κυρτωμένοι μέσα στα χοντρά παλτά τους, είχαν σχηματίσει μικρούς κύκλους και συζητούσαν ψιθυριστά, ενόσω τα μάτια των παιδιών της στυλωμένα επάνω τους, τους έκοβαν στα δύο. Μικρά μαυροφορεμένα κορμάκια καθισμένα πλάι πλάι σε ένα παγκάκι, μόνα, έτοιμα να πεταχτούν επάνω σε κάθε θόρυβο, σε κάθε άγγιγμα.
«Τα παιδιά της σκέφτομαι. Κρίμα τα κακόμοιρα».
«Και τον άλλον τον φουκαρά που θα φάει τα νιάτα του στην φυλακή.
Αμαρτία τόσο νέο παιδί, για μια κακιά στιγμή».
«Όπως το είπες, μια κακιά στιγμή. Θόλωσε το μυαλό του».
«Θεός σχωρέσ’ την, αλλά τα ήθελε ο οργανισμός της. Είχα ακούσει ότι είχε φύγει από το σπίτι, τάχα την έδερνε. Να δείτε που θα την είχε σπιτώσει κανένας και είχε εγκαταλείψει τα έρημα τα παιδιά και τον άντρα της».
«Και εγώ κάτι τέτοιο είχα ακούσει. Έπινε, λέει και κάτι χάπια και για την κατάθλιψη. Μάλλον παλαβή ήταν, τελικά. Η γειτονιά την άκουγε κάθε βράδυ να ουρλιάζει σαν να τη σκοτώνουν. Στα καλά καθούμενα, λέει, ξεφώνιζε και ωρύονταν ότι την έδερνε. Πόσο να άντεχε και αυτό το καημένο το παιδί πλάι της; Άνθρωπος είναι και λύγισε. Και τώρα θα τον φάνε τα σίδερα. Κρίμα, κρίμα, αυτά είναι τα
δράματα».
«Μακάρι οι δικαστές να τον κρίνουν με επιείκεια. Έχει να μεγαλώσει και αυτά τα δύστυχα. Ποιος ξέρει πού θα καταλήξουν με όσα έχουν δει από την μάνα τους;»
«Πες το ψέματα. Αφού οι γονείς της δεν νοιάστηκαν να την μαζέψουν. Όλα τα είχε αυτό το κορίτσι, τί το έπιασε και φερόταν έτσι επιπόλαια; Τίποτα δεν της έλειπε».
«Το έχουν βρει όλες τώρα ψωμοτύρι και αναμασάνε αυτά τα “δεν είμαι ευτυχισμένη και δεν είμαι ευτυχισμένη”. Τί πάει να πει ευτυχισμένη; Σπίτι είχε, άντρα είχε, τίποτε δεν της έλειπε».
«Τάχα την ζήλευε. Αντί να χαίρεται που την αγαπούσε τέτοια φακλάνα που είχε γίνει μετά τις γέννες, Θεός να με συγχωρέσει. Αν ήταν αδιάφορος και γύριζε με άλλες θα έλεγε ότι δεν την θέλει. Αχάριστες γυναίκες, τί περιμένεις; Μονάχη της το έφαγε το κεφάλι της αυτή, Θεός σχωρέσ’ την».
«Μην το σκαλίζετε άλλο, τρελή ήταν η γυναίκα. Εγώ την έβλεπα πως κυκλοφόραγε στην γειτονιά, με τα μάτια σαλεμένα, πάντα αναστατωμένη, τα παιδιά της τρομαγμένα, ποιος ξέρει τί να τους έλεγε μέσα στην θολούρα της;»
«Αφού ο πατέρας της δεν την βούταγε από το μαλλί να της ρίξει δυο σκαμπίλια να την συνεφέρει. Έπεσε όλο το βάρος στον δύστυχο τον άντρα της. Την είχε βγάλει και από την δουλειά για να μην κουράζεται, έτρεχε ο έρημος όλη μέρα να τα φέρει βόλτα, και αυτή καθότανε στο σπίτι της κυρία. Αλλά είχα ακούσει ότι η λεγάμενη προτού παντρευτούνε γύρευε καριέρες και μεγάλη ζωή. Μεγαλοπιασμένη, θύμα της χαλασμένης εποχής μας».
«Ας είναι ελαφρύ το χώμα που την σκεπάζει, κρίμα τα νιάτα και την ομορφιά της. Αλλά όλα έχουν το τίμημά τους. Αν δεν έβαζε κραγιόν δεν ξεμύτιζε από το ρημάδι της. Δεν κοίταζε τον κώλο της που είχε φαρδύνει από το καθισιό και την καλοπέραση. Έπρεπε να την έβγαζε στο κλαρί για να μάθει τί πάει να πει δυστυχία.
Θεός σχωρέσ’ την. Πήγαινε γυρεύοντας και έκλεισε ένα σπίτι με τα καμώματά της αφήνοντας τα παιδιά της ορφανά και βάφοντας τα χέρια του άντρα της με αίμα».

Ένας παγωμένος αέρας έφερε λίγες ψιχάλες και οι παρευρισκόμενοι κύρτωσαν ακόμη περισσότερο μέσα στα χοντρά παλτά τους. Ρουφούσαν ηχηρά τον πικρό καφέ και μετά έφτυναν τις αιχμηρές λέξεις που μάτωναν τις γλώσσες τους. Σε μια στιγμή, ένα σκούρο κόκκινο πηχτό μείγμα, σαν κατακάθι ανακατεμένο με αίμα, λέκιασε τα δόντια τους και κατόπιν έτρεξε στα σαγόνια τους και από εκεί στους
τεντωμένους, ξεπουπουλιασμένους λαιμούς τους, όσο εκείνοι συνέχιζαν να κατακερματίζουν μανιωδώς το κουφάρι της νεκρής.
«Έβαλε κρύο, πάμε σιγά σιγά».
«Πάμε να συλλυπηθούμε τους γονείς του, στέκονται οι δόλιοι ντροπιασμένοι, λες και δεν ξέρουμε όλοι ποιος είναι το πραγματικό θύμα σε αυτή την ιστορία».
«Αυτή όπλισε το χέρι του, αυτή σήκωσε το μαχαίρι, αυτή όρθωσε την γροθιά του, αυτή τον εξώθησε σε πράξεις βίας με την τρέλα και την απερίσκεπτη συμπεριφορά της. Τάχα δεν ήταν ευτυχισμένη. Τίποτα δεν της έλειπε. Μια αχάριστη ήταν».
«Την είδατε την μάνα του; Έχει λιώσει η γυναίκα από τον καημό. Να βλέπει δυο μέτρα άντρα, το παλικάρι της, να μαραζώνει και να στιγματίζεται για το τίποτα;»
«Τα παιδάκια τους λυπάμαι. Τα άφησε ορφανά η ρουφιάνα από το ξερό της το κεφάλι. Δείτε τα πόσο φοβισμένα κάθονται. Άτυχα πλάσματα. Και αυτά και ο πατέρας τους».

«Συλλυπητήρια. Να ζήσετε να την θυμάστε. Ήταν καλό κορίτσι αλλά άτυχο».
«Συλλυπητήρια. Ήταν η κακιά η ώρα».
«Συλλυπητήρια. Ας είναι δίκαιοι οι δικαστές και να επιτρέψουν στον καημένο τον πατέρα να επιστρέψει στα παιδιά του, να μην μεγαλώσουν σε ξένα χέρια».
«Συλλυπητήρια. Όλες ίδιες είναι. Από μικρές μαθαίνουν να μας κάνουν ό,τι θέλουν. Τον τρέλανε τον άνθρωπο. Κουράγιο σε εσάς».
«Συλλυπητήρια. Ο Θεός μαζί σας».
«Συλλυπητήρια. Τώρα θα πάμε σπίτι μας, να φάμε το φαγητό μας και να κοιμηθούμε ύπνο ελαφρύ. Ευτυχείς που σήμερα δεν θάψανε εμάς. Για αύριο κανείς δεν ξέρει. Διότι ο επόμενος δολοφόνος και το θύμα του είναι σίγουρα ανάμεσά μας», έψαλλαν σαν χορωδία και τα λευκά πλαστικά ποτηράκια που στέκονταν παράταιρα και ο καφές λίμναζε παγωμένος μέσα τους.
Ο σερβιτόρος του καφενείου που άκουσε τα λόγια τους, τα άρπαξε και τα πέταξε βιαστικά σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών, όσο ο κόσμος έφευγε βαριά ενδεδυμένος την πιο φριχτή γύμνια του.

Μαρία Παπαϊωάννου
Η Μαρία Παπαϊωάννου είναι διηγηματογράφος. Κυκλοφορούν οι συλλογές διηγημάτων της “Rebound” (εκδ. Ιωλκός), “Συζυγιες” (εκδ. Ο Μωβ Σκίουρος) και “Burn Out” (εκδ. Νίκας). Επίσης, μπορεί κανείς να βρει έργα της στον Ηλεκτρονικό Τύπο.