Είναι κάποια μέρη του κόσμου τόσο φωτεινά, που μπαίνει κανείς στην διαδικασία να αναρωτηθεί αν ο ήλιος παύει ποτέ να λάμπει. Ο ήλιος που ανατέλει νύχτα, με τη παλέτα έντονων νέον χρωμάτων και τα μοντέλα φωτιζόμαστε, κάνοντας μας να λάμπουμε για ένα στιγμιότυπο.
Ένιωσα πως ο κόσμος γυρνούσε πιο αργά απόψε. Η αναμονή είχε τελειώσει. Από τα εξήντα κορίτσια επέλεξαν τη δεκαοκτάχρονη ξανθιά με το κότσι στο πόδι, που όλες ξέρουμε  ότι κρύβει με τις μαύρες γόβες της. Άρπαξα το παλτό μου και κατευθύνθηκα προς την έξοδο, να προλάβω τις όποιες ώρες ύπνου απομένανε για την αυριανή μου δουλειά. Στο διάδρομο, βρήκα ευκαιρία να καμαρώσω το περπάτημα μου. Περνούσα τα καθίσματα αναμονής με τους φανταστικούς προσκεκλημένους, το κουτί με το πυροσβεστήρα ήταν οι κάμερες και η τελική μου πόζα διακόπηκε από ένα μεταλλικό χτύπημα που ήρθε μέσα από τις τουαλέτες.
Η κοπέλα ακίνητη ανάμεσα στα πόδια ενός κουστουμαρισμένου άνδρα που κρατά στα χέρια του δύο ποτήρια μαρτίνι και ένα μπουκάλι ποτό, ηλιοκαμένη, σε σκηνικό σουρεαλιστικών διακοπών. Η ίδια κοπέλα με έκφραση σοκαρισμένη, αυτή τη φορά στο κατακκόκινο στόμα, κρύβει τις ρόγες της, έχωντας ανάμεσα στο στήθος ένα άρωμα. Κάποιες φωτογραφίες ήταν σκισμένες, δεν έβλεπα τι διαφήμιζαν, άλλες είχαν γυρίσει από την ανάποδη πλευρά που ήταν απλά ένα λευκό χαρτί με τηλέφωνα και υπογραφές φωτογράφων, καλλυμένα με κομμάτια γυαλιά. Το ντοσιέ με τη καριέρα της το χρησιμοποιούσε ως τασάκι δίπλα από το νιπτήρα ενώ έβλεπε το είδωλο της στον σπασμένο καθρέφτη.
Ένας ιός  που προέρχεται από το χέρι και την γλώσσα του ανθρώπου σαρώνει τον κόσμο της.  Μια μορφή λεπτή και φρέσκια, σχεδόν εύθραστη με μάτια που μαρτυρούσαν την αρρώστια που είχε νικήσει το μυαλό της. Μια ύπουλη χειραγώγηση πίσω από κλειδωμένες πόρτες. Από μια βαθιά, σαν χαρακιά, προσβολή.
«Η πεντάμορφη ενδίδει στο τέρας  της  εμπορευματοποιημένης ομορφιάς και κοιτάζοντάς το κατάματα, αρχίζει να του μοιάζει» ψηθύρισε κοιτώντας με, μέσα σε ένα κομμάτι του καθρέφτη που είχε απομείνει στο τοίχο.
Το βλέμμα μου χαμήλωσε από αμηχανία. Έβλεπα τα ξυπόλητα πόδια της στο κρύο δάπεδο, με τις γόβες ενός Γάλλου σχεδιαστή αφημένες δίπλα στις σκόρπιες φωτογραφίες,  που είχε πετάξει. Ένα αψεγάδιαστο πλάσμα που θα ήθελα να έχω μοιάσει.
Οι τουαλέτες δείγμα ιδιάζουσας λευκής αισθητικής φώτων και χρωμάτων που αναμιγνύονται εξαιρετικά μεταξύ τους για να τη μεταμορφώσουν στο καλογυαλισμένο κενό αντικείμενο που είχα μπροστά μου. Στο αντικείμενο που έπρεπε να γίνω.
Είχε χάσει άλλη μια δουλειά στο κάστινγκ ενός φωτογράφου, υπνωτισμένου από την παράνοια και τον συναισθηματικό λήθαργο του μυαλού του, είπε σβήνοντας το τσιγάρο στην άκρη ενός άλλου συνεχίζοντας το κάπνισμα. Ο εαυτός της ήταν ο ασχημότερος εφιάλτης της. «Η ομορφιά δεν είναι κάτι σημαντικό μεταξύ άλλων. Είναι το σημαντικότερο. Είναι η ομορφιά κάτι για το οποίο αξίζει να πεθάνει κανείς;»
«Ο κανείς στην προκειμένη περίπτωση είναι εγώ» είπε και πνίγηκε με το καπνό μπερδεύοντας τον με ένα υστερικό γέλιο της στιγμής.
«Ηλικία 24, βάρος 57, ύψος 1,80, στήθος 89, μέση 58 και γοφοί 89. Αυτοί είναι οι κωδικοί που πληρώνουν το διαμέρισμα μου και τα συμπληρώματα διατροφής. Πρίν έξι χρόνια όλοι μιλούσαν για εμένα. Εκπροσωπώ τον πόθο, σε ένα σώμα, με όλα εκείνα τα στοιχεία που οι άνθρωποι πείθονται να αγοράσουν. Είμαι βυθισμένη στον κόσμο της ομορφιάς και στην κανιβαλιστική σχέση όλων όσων σχετίζονται με αυτόν. Το μόνο που θέλω να γευτώ  από αυτούς είναι  αυτό το συναίσθημα της απόλυτης ικανοποίησης της πρωτιάς, της τελειότητας. Δεν συμβολίζω την ομορφιά, είμαι η ομορφιά. Ήμουν. Με καταλαβαίνεις;»
Πλησίασε πιο ανάερη και από σύννεφο κοντά μου. Είδε τα μάτια, το στήθος, τα χέρια μου. «Η αιωνιότητα ξεκίνησε για εμένα στην ηλικία σου περίπου. Πόσο είσαι;» Χωρίς να κουνήσω τα μάτια μου από το μουτζουρωμένο βλέμμα της, απάντησα με αυτοπεποίθηση δεκαεπτά. .
«Το αποτέλεσμα είναι η καταστροφή που κοιτάς» φώναξε, καθώς χάραξε το μάγουλο της ένα μαύρο δάκρυ. «Δεν με διαλέγουν τον τελευταίο χρόνο στις δουλειές, δεν είμαι πλέον φρέσκια, μοντέρνα, ψηλή, χαρούμενη, σοβαρή, σέξι, μυστήρια, δεν είμαι το κορίτσι που εγκατέλειψαν οι γονείς του και τα κατάφερε, δεν είμαι η εικόνα της γυναίκας που αρέσει πλέον στους άντρες, δεν είμαι το κακό κορίτσι της μόδας που όλοι πληρώνουν για μια φωτογραφία, δεν πείθω, δεν είμαι όμορφη».
Την κοίταζα σιωπηλά χωρίς να σκέφτομαι.
«Δεν είναι η επιφάνεια μόνο η ομορφιά, αλλά και το βάθος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κόσμος της μόδας βασίζεται ολόκληρος σε αυτή την περιζήτητη ομορφιά. Αλλά και οι άνθρωποι  καθημερινά  θα  έκαναν  τα πάντα για χάρη της. Θα αγόραζαν τα πάντα. Κορίτσια και αγόρια. Θα έκαναν ότι τους δείχναμε. Θα λέγανε ότι λέγαμε».
Άρπαξε ένα κοφτερό κομμάτι καθρέφτη που ήταν ακουμπισμένο δίπλα της, ένα μαχαίρι γοητείας με μια λεπίδα τόσο κοφτερή που αν σε χαράκωνε, μπορεί και να μην καταλάβαινες ότι είχες κοπεί, όχι αμέσως τουλάχιστον, και ακούμπησε  την αιχμή του στον αλαβάστρινο  λαιμό της. Δείξε τους ! φώναξε ασκώντας μια πίεση, ελαφριά όση χρειαζόταν, με το γυαλί. Όλα είχαν τελειώσει. Ένα ρυάκι αστραφτερό, στα χρώματα της πιο γυαλιστερής πέρλας, άρχισε να ρέει και να τυφλώνει τα μαύρα μάτια μου που φωτίζονταν από τη πραγματικότητα που με περίμενε στο κόσμο της εικόνας.
Η μαρμάρινη επιφάνεια πλημμύρισε αιώνια ομορφιά και το κορμί της κείτονταν εκεί. Τα πόδια σταυρωμένα, τα χέρια μαλακά και το κεφάλι, ακουμπισμένο στο ένα μάγουλο, με τα μάτια ακόμη ορθάνοιχτα σε μια σκοτεινή σκέψη.
Την κοίταζα σιωπηλά χωρίς να νιώθω. Έκρυψα τις γόβες της μέσα από το παλτό μου, τα απομεινάρια μιας νύχτας, και κυκλοφόρησα στους αστροσκονισμένους δρόμους  χωρίς καρδιά.

Σπύρος Μιχαλέας
Ο Σπύρος Μιχαλέας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997. Είναι απόφοιτος ΑΚΤΟ, κάτοχος
Bachelor of Arts in Interior Architecture και Master of Arts in Design από το Middlesex
University of London. Ασχολείται επαγγελματικά με την κεραμική ενώ ο ελεύθερος χρόνος
του είναι γεμάτος από ταξίδια και σελίδες με μικρές ιστορίες, ποιήματα και σκίτσα.