Είναι καλοκαίρι.
Μεσημέρι.
Ο ήλιος με χτυπάει στο κεφάλι, ιδρώτας βγαίνει από κάθε σημείο που μπορεί να ιδρώσει, όμως πρέπει να παραλάβω τον μικρό που τελείωσε την προπόνηση στο κολυμβητήριο.
Στο χώρο έξω απ’ το κολυμβητήριο στήνεται η απογευματινή λαϊκή, καφάσια στοιβάζονται κάτω από ομπρέλες, ενώ άντρες με ιδρωμένα φανελάκια βγάζουν τους ξύλινους πάγκους από τα αγροτικά τους και τους ακουμπούν στα πεζοδρόμια.
Έχει σημασία τι φοράω; Ας πούμε ότι έχει. Φοράω ένα αμάνικο φανελάκι, τζιν σορτς, μαύρα γυαλιά και προχωρώ χωρίς να προσέχω τίποτα εκτός από το πού πατάνε τα πόδια μου, γιατί έτσι προχωρώ και γιατί σκέφτομαι συνέχεια αυτά που πρέπει να γίνουν.
Ακούω μια φωνή που νομίζω ότι μου μιλάει, αλλά καταλαβαίνω ότι δεν θέλει να μου πει κάτι στ’ αλήθεια, θέλει να πει κάτι γιατί θέλει να ακουστεί από τους άλλους γύρω του, θέλει να πει κάτι για να τ ακούσει ο ίδιος, γιατί έχει μάθει ότι δεν είναι κακό να κάνεις κι ένα κοπλιμέντο, είναι κάτι που έχει κερδίσει δικαιωματικά από τη στιγμή που αποφάσισα να εμφανιστώ μπροστά του με σορτς, έχει μάθει ότι ο ίδιος παίρνει πόντους αρρενωπότητας κάνοντάς με ίσως να νιώσω άβολα.
Δεν νιώθω άβολα, δεν νιώθω κάτι εκείνη τη στιγμή, απλώς συνεχίζω να περπατάω, να προσέχω το έδαφος που πατάνε τα πόδια μου, αλλά έχουν ταραχτεί ήδη οι σκέψεις γι αυτά που πρέπει να γίνουν.

Γνώριζα πολύ καλά ότι δημιουργώντας έναν ανοιχτό λογαριασμό στα social media με θέμα το βιβλίο και τη λέξη μπούτια δίπλα από αυτό, θα ήταν κάτι περίεργο. Κάτι ιδιαίτερο. Είναι δυο χαρακτηριστικά με θετικό πρόσημο για εμένα. Γνώριζα επίσης ότι κάποιοι μπορεί να το έβρισκαν προκλητικό. Ή αταίριαστο. Ουδέτερο πρόσημο. Για κάποιους θα ήταν κακόγουστο ή γελοίο. Αρνητικό πρόσημο. Εγώ όμως από νωρίς ένιωσα πολύ καλά μέσα σε αυτό, ένιωσα δημιουργική και συνεχίζω να το κάνω ανησυχώντας όλο και λιγότερο για το τελικό πρόσημο που θα βγει απ’ τη σούμα. Το κάνω γιατί γουστάρω. Το κάνω γιατί μπορώ.

Τον πρώτο καιρό λοιπόν της διαδικτυακής μου παρουσίας, χτίζοντας σιγά σιγά την περσόνα μου, ήμουν μαζεμένη και προσεκτική, με ενδιέφερε πολύ να γνωρίσω την κοινότητα των bookstagrammers, να βρω τη θέση μου ανάμεσά τους. Αυτό που παρατηρώ τώρα είναι ότι εκείνη ήταν και η περίοδος που δέχτηκα τα περισσότερα μηνύματα από αντίστοιχους τύπους με αυτόν της λαϊκής. Άντρες που βλέποντας τη λέξη μπούτια στο όνομα του λογαριασμού και το πόδι μου κάτω από το βιβλίο, χωρίς να έχουν διαβάσει κάποιο κείμενό μου, ένιωσαν ότι έχουν κάποιο pass για να μιλήσουν με τρόπο που δεν θα το έκαναν αν έβρισκε το κινητό τους η φίλη τους ή η μάνα τους. Και εκείνη ήταν και η περίοδος που εγώ μοίραζα απλόχερα τα block μου, χωρίς να δίνω συνέχεια σε σχόλια που στ’ αλήθεια με στεναχωρούσαν. Και με στεναχωρούσαν, όχι γιατί δεν έχω άλλα πραγματικά προβλήματα, ούτε επειδή έπεφτα από τα σύννεφα και δεν τα περίμενα, αλλά γιατί ένιωθα ότι κάποιος τρυπάει βίαια τη φούσκα που προσπαθούσα να φτιάξω με ανθρώπους με κοντινούς αισθητικούς κώδικες, το προφυλακτικό μου απέναντι στα σόσιαλ αφροδίσια.

Αφού παρέλαβα τον μικρό έπρεπε να περάσουμε ξανά από τον ίδιο δρόμο που πέρασα μόνη μου πριν. Τον κρατούσα απ’ το χέρι και σκεφτόμουν συνεχώς ασ μη μιλήσει ασ μη μιλήσει, περάσαμε μπροστά απ’ τον πάγκο του και μίλησε. Ο μικρός σταμάτησε και με ρώτησε αν ξέρω εκείνο τον κύριο, γιατί είπε κάτι, τον άκουσε να λέει κάτι, εγώ τον άκουσα;

Και στέκομαι κάτω από τη γαμωζέστη, ιδρωμένη, κουρασμένη, με το χέρι μου να κλείνει ένα μικρότερο και το δίλημμα στο μυαλό μου, τώρα μιλάω, λέω κάτι και κινδυνεύω να φάω και καμία αν έχω πέσει σε κανέναν τρελό ή το αφήνω να περάσει και δείχνω έτσι στον μικρό ότι αυτά συμβαίνουν, δεν είναι κάτι, μη δίνεις σημασία.

Ε. Γύρισα. Και τον ρώτησα. “Είπατε κάτι;”.
Τελικά δεν είχε πει κάτι, έκανα λάθος, δεν ήθελε να με προσβάλει, παρεξήγηση, όλα καλά, δεν εννοούσε κάτι, δεν είπε και τίποτα τέλος πάντων.
Περνώντας ο καιρός και νιώθοντας όλο και πιο σίγουρη γι’ αυτό που κάνω, γι’ αυτό που είμαι, για το δικαίωμά μου να δείχνω αυτά που είμαι με τον τρόπο που θέλω να είμαι, έχω αποφασίσει να αντιδρώ σε αυτούς που αποφασίζουν να έρθουν στον χώρο μου και να μου πουν την άποψή τους χωρίς αυτή να έχει ζητηθεί. Γιατί. Αυτό. Δεν. Είναι. Οκ. Το λέω μπουτσπλέινκ, είναι το αντίστοιχο mansplaining που γίνεται από τα μπούτια. Τα μηνύματα που λαμβάνω πλέον παίρνουν απάντηση, μεταφέρονται στα stories μου (χωρίς φυσικά το όνομα του αποστολέα, δεν με ενδιαφέρει η διαπόμπευση, με ενδιαφέρει η αντίδραση), μοιράζονται και συζητιούνται. Και αυτό που παρατηρώ είναι ότι τελικά στις περισσότερες περιπτώσεις έκανα λάθος, δεν ήθελε κάποιος να με προσβάλει, παρεξήγηση, όλα καλά, δεν εννοούσε κάτι, δεν είπε και τίποτα τέλος πάντων.

Κάποια στιγμή ένας κύριος έγραψε κάτι κάτω από ένα ποστ μου που δεν είχε καν διαβάσει, προσπαθούσε να με πείσει, να μου δώσει να καταλάβω, να με βοηθήσει να δω, ότι έχω μπερδέψει τα μπούτια μου, τι σχέση μπορεί να έχει η λογοτεχνία με τα μπούτια, κατέληγε στο ότι μάλλον εκείνος είναι ηλίθιος και δεν μπορεί να το καταλάβει. Ήταν ό,τι πιο ειλικρινές έχω ακούσει απ’ όταν έφτιαξα τον λογαριασμό. Θα προτιμούσα να το είχε κρατήσει για τον εαυτό του.

Intellectual Thighs
Bookstagrammer @intellectual_thighs