«Τί κάνεις;» σε ρώτησα προχθές που συναντηθήκαμε στο δρόμο.

Γέλασες κάπως στραβά και σήκωσες τους ώμους.

Κι εγώ δεν ξαναρώτησα.

Μπορεί να νόμισες ότι δεν με ένοιαζε.

Ενώ.

Δεν ήξερα πώς να σε ακούσω.

Ύστερα έφυγες και ώσπου να στρίψεις στη γωνία είχα αντικαταστήσει το γέλιο σου ήτη σκέψη των ώμων σου με όσα ήδη ήξερα για ‘σένα ή όσα πίστευα πως ήξερα.

Αυτά που ήξεραν και οι άλλοι και τα επαναλάμβαναν σε κάθε ευκαιρία, σε τόνους διάφορους.

Πως η ζωή σου ήταν εύκολη. Ευκολότερη.

Πως τα είχες όλα κι αν κάτι δεν είχες, να, έτσι ν’ άπλωνες το χέρι σου θα γινόταν δικό σου.

Θα σου χαριζόταν – πρόσθεταν.

Οπότε.

Τί άλλο θες; Γιατί να είσαι λυπημένη;

 

****

Η Άννα είναι κακομαθημένη. Είναι ατίθαση. Όλο πάει και μπλέκει.

Έλεγε η μαμά σου.

Μας άρεσε η μαμά σου. Την αγαπούσαμε γιατί κι εκείνη μας αγαπούσε.Μας χάριζε όμορφα πράγματα και μας έδενε μαντήλια στα μαλλιά, μας έλεγε πως είμαστε έξυπνες, καλές, πως θα πάμε μπροστά, θα γίνουμε οι καλύτερες. Κι ακόμη. Να σ’ έχουμε στο νου μας. Να σου βάζουμε μυαλό.

Εσύ θύμωνες. Τότε δεν καταλάβαινα γιατί.

Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω.

Ένα βράδυ που άργησες σε κλείδωσε έξω απ’ το σπίτι. Πέρασες την υπόλοιπη νύχτα καθισμένη στο χαλάκι με το κεφάλι ακουμπισμένο στην πόρτα.

Όμως  έκανε κορνίζες τα διπλώματα και τα βραβεία σου και τα κρεμούσε στους τοίχους.

 

****

Τα αγόρια πάντα σε αγαπούσαν.

Σε αγαπούσαν επειδή ήσουν η πιο όμορφη και επειδή ήθελες πολύ να σ’ αγαπούν.

Κι επειδή σε αγαπούσαν έκανες ό,τι σου ζητούσαν. Κι ας μην ήθελες και πολύ. Ήθελαν εκείνα.

Κι επειδή σε αγαπούσαν περισσότερο απ’ ότι εμάς, σε ζηλεύαμε.

Γι’ αυτόκι εσύ μας έβγαζες τη γλώσσα, έπιανες τα αγόρια αγκαζέ, μας γυρνούσες  την πλάτη κι έφευγες μαζί τους.

****

Άννα συγνώμη.

Που όλο έφευγες και δεν σε σταματούσα.

Που σταμάτησα να σου τηλεφωνώ γιατί όταν σου τηλεφωνούσα δεν απαντούσες.

Ή απαντούσε αυτός και έλεγε ότι δεν μπορείς να μου μιλήσεις.

Περνούσαν γενέθλια, επέτειοι, πάρτυ, διακοπές. Κι ακόμη. Χαλασμοί, αποχαιρετισμοί, κηδείες. Χρόνια.

Εσύ έλειπες από παντού.

Κι εγώ θύμωνα. Κι επειδή δεν ήξερα, θύμωνα μαζί σου.

Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω.

****

Έπειτα είναι κι εκείνο το απόγευμα.

Που μου χτύπησες την πόρτα.

Δεν σε περίμενα.

Η μπλούζα σου ήταν σκισμένη. Το αριστερό μανίκι κρεμόταν στον αγκώνα σου.

Κι ο ώμος σου, ο μικρός όμορφος ώμος σου, όλος μια μελανιά και αίματα ξεραμένα.

Μου είπες«αυτό δεν είναι τίποτα, που να ‘βλεπες τα άλλα». Και μετά«Με πιστεύεις; Κανείς δεν με πιστεύει».

Δεν ήταν ότι δεν σε πίστεψα Άννα.

Ήταν που την άλλη μέρα γύρισες. Είχες υποσχεθεί πως δεν θα γυρίσεις.

Μου είχες ορκιστεί πως δεν θα γυρίσεις.

Τότε σκέφτηκα.

Τι πήγε στραβά με ‘σένα;

Άλλοι είπαν.

Ποιος ξέρει τί να έφταιξε. Συμβαίνουν αυτά καμιά φορά. Όλα θα φτιάξουν. Αγάπη να υπάρχει.

Μετά πάλι.

«Την Άννα θα ήθελα».

«Κοιμάται τώρα».

 

****

Άννα τίποτα δε σου έδωσα. Παρά ερωτήσεις. Νουθεσίες. Αναλύσεις. Κηρύγματα. Προβολές. Ανοησίες.

Γιατί δε φεύγεις;

Ενώ άλλη ήταν η σωστή ερώτηση.

Εκεί έξω έχει μείνει κανείς;

 Ηλιάνα Κωτσίλα

(Γιάννενα 1979) Είναι πολιτικός μηχανικός, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Συμμετείχε στη συλλογή διηγημάτων Το Μυστικό (Καστανιώτης 2018) και στο ημερολόγιο Λογοτεχνικός Καζαμίας (Καστανιώτης 2020) ενώ μικρές ιστορίες της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά (Χάρτης, Διάσελο,Fractal, Φρέαρ, Bookpress).