Δουλεύω σαν το σκυλί. Κάθε μέρα σκάβω με το κομπρεσέρ την άσφαλτο και δυο – τρία βράδια τη βδομάδα παίζω σε αγώνες μποξ. Οι αγώνες στήνονται σε μια παλιά αποθήκη που το πρωί είναι άδεια. Κάθε βράδυ είναι γεμάτη άντρες που βλέπουν ή παίζουν μποξ, φωνάζοντας και πίνοντας αλκοόλ. Μου αρέσει το αλκοόλ. Στη μέσα θήκη του μπουφάν μου έχω πάντα ένα μικρό μπουκάλι ουίσκι.

Είμαι παντρεμένος και έχω μια κόρη δεκαπέντε χρονών. Η γυναίκα μου είναι καθαρίστρια. Σφουγγαρίζει όλη μέρα. Αν δεν υπήρχα εγώ ένας θεός ξέρει πώς θα ζούσαν. Αυτή και η κόρη μου μου τη δίνουν στα νεύρα. Όταν τα βράδια επιστρέφω και ξαπλώνω, αρχίζουν και οι δυο να φωνάζουν και να κλαψουρίζουν. Πρώτα μουρμουρίζει η γυναίκα μου :
– Δεν έχω όρεξη σήμερα, είμαι πολύ κουρασμένη.
Και λέει τέτοιες μαλακίες που μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και αρχίζω τις χριστοπαναγίες. Όσο για την κόρη μου, την ακούω να κλαίει κι εκείνη. Θα προτιμούσα να έχω έναν γιο.

Μόνο το Νικάκι με καταλαβαίνει. Είναι η γυναίκα που με κάνει άλλο άνθρωπο. Τα βράδια που δεν παίζω σε αγώνες πηγαίνω στο μπουρδέλο που δουλεύει. Όταν βρισκόμαστε, ξεχνάω τα πάντα. Εκείνη δεν λέει ποτέ όχι. Δεν έχω σηκώσει, ούτε θα σήκωνα ποτέ χέρι επάνω της. Αυτά να τα βλέπουν η γυναίκα μου και η κόρη μου που τα θέλουν και τα παθαίνουν.

Είμαι σαρανταπέντε και έχω τρεις αδερφές. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε σε καυγά, όταν ήμουν έξι. Οι μόνες εικόνες που έχω από αυτόν είναι να γυρίζει από τη δουλειά και να βρίζει τη μάνα μου. Πότε γιατί δεν του άρεσε το φαγητό, άλλοτε επειδή δεν είχε προλάβει να καθαρίσει το σπίτι. Η μάνα μου ξαναπαντρεύτηκε. Εγώ στα δεκαέξι μου έφυγα από το σπίτι. Κι εκείνη πήγε και σπίτωσε έναν τεμπέλη που της τρώει το μεροκάματο. Έστω και σπάνια, μιλάω στο τηλέφωνο με τις αδερφές μου.

Χθες το απόγευμα χτύπησε το σταθερό μου. Ήταν η μικρότερη αδελφή μου.
– Τι θέλεις;
Την ρώτησα.
– Η μάνα μας..
Μου είπε κλαίγοντας.
– Τι έπαθε η μάνα;
– Η μάνα … πέθανε ..
– Η μάνα; Πώς;
– Την σκότωσε εκείνος … χθες γύρισε μεθυσμένος το βράδυ και άρχισε να την χτυπάει παντού … εκείνη ήταν πεσμένη στο πάτωμα κι εκείνος την χτυπούσε στο στομάχι, στο στήθος και στο κεφάλι. Το πρόσωπό της μπλάβιασε. Ήρθε το 166 αλλά δεν την προλάβαμε.

Το μυαλό μου γύρισε. Ήπια τρεις γερές γουλιές ουίσκι. Μπήκα στο αμάξι και πήγα σφαίρα στο πατρικό μου. Εκεί βρήκα τις αδερφές μου.
– Πού κρύβεται ο πούστης;
Ρώτησα χωρίς καν να τις χαιρετίσω.

– Τον ψάχνει η αστυνομία. Μόλις την είδε νεκρή έφυγε πανικόβλητος βρίζοντάς μας.
– Που συχνάζει;
– Στην καφετέρια απέναντι από τον φούρνο.
– Μένει δίπλα από την καφετέρια;
– Ναι.
– Δώσε μου τη διεύθυνση.

Πέρασα πρώτα από την καφετέρια αλλά κανείς δεν τον είχε δει σήμερα. Με την ευκαιρία γέμισα το μπουκάλι μου με ουίσκι.

Χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού του. Δεν απαντούσε κανείς. Θύμωσα περισσότερο. Άρχισα να φωνάζω και να χτυπάω το κουδούνι με λύσσα.
– Μην κάνεις τον κόπο, ήρθε η αστυνομία πριν καμιά ώρα και τον μάζεψε.
Ήταν η μητέρα του.
– Πού τον κρύβεις μωρή κωλόγρια ;
– Αν δεν φύγεις θα φωνάξω το 100!
Μου φώναξε.

Μπήκα στο αμάξι μου για να γυρίσω σπίτι. Όσο σκεφτόμουν τη νεκρή μάνα μου, τόσο περισσότερο πατούσα το γκάζι. Είχα πιει πολύ. Ένιωθα το στομάχι μου να αναγουλιάζει. Άρχισα να κάνω εμετό την ώρα που οδηγούσα. Λευκά υγρά πετάχτηκαν στο τζάμι μπροστά μου. Αυτή είναι και η τελευταία ανάμνηση που έχω από εκείνη τη μέρα. Μετά από λίγες μέρες ξύπνησα στο νοσοκομείο. Είχα μπει στο αντίθετο ρεύμα και τράκαρα μετωπικά με ένα αμάξι. Ο οδηγός του πέθανε ακαριαία. Σε τρεις μήνες αποφυλακίζομαι.

Ο φονιάς της μάνας μου κι εγώ βρισκόμαστε στην ίδια φυλακή. Όταν τον βλέπω στο προαύλιο του ρίχνω ματιές γεμάτες μίσος. Αυτός ξέρει πολύ καλά τι τον περιμένει όταν βγει. Εγώ κάνω γυμναστική κάθε μέρα και κατεβαίνω στους αγώνες μποξ που στήνονται – παράνομα – τα απογεύματα στη φυλακή.

 

Ήρα Καραδημητρίου

Γεννήθηκα και ζω στην Αθήνα. Είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Επικοινωνίας και Μ. Μ. Ε. Του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος Μεταπτυχιακού στην Πολιτισμική Πληροφορική από το Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Υπήρξα εξωτερικός συνεργάτης του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου με αποστολή την διαχείριση της σελίδας του Μουσείου στο Facebook για εφτά χρόνια.