– Μιά οικογένεια με καταγωγή από τη Μάνη. Ο πρωτότοκος τελείωσε το πολυτεχνείο το ’46, τη χρονιά που πέθανε ο πατέρας. Η μητέρα είχε τελειώσει το σχολαρχείο και είχε δουλέψει σε τράπεζα αλλά η θέση της συζύγου – μάνας και ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση του πατέρα την καταδίκασε να παραμείνει εσώκλειστη στο σπίτι, φύλακα της ηθικής ακεραιότητας των κοριτσιών της και υποτακτική όλων των σερνικών της οικογένειας. Δε ζήτησε τίποτα, δε διασκέδασε ποτέ.
-Μιά οικογένεια γιατρών με κτήματα. Η μητέρα από οικογένεια δικηγόρων και εμπόρων, εσωτερική σε σχολείο με γαλλικά και πιάνο, η αφρόκρεμα της επαρχιακής αριστοκρατίας. Ότι επιθυμούσε της το παρείχαν. Μεσ’την κατοχή, δεν αντιλήφθηκε ποτέ γιατί μειώθηκε το υπηρετικό προσωπικο. Αλλά πρόφθασε τουλάχιστον να διαμορφώσει την πρωτότοκη καλονή κόρη της σε αβρή και αριστοκρατική γυναίκα, με ψηλοτάκουνες γόβες αν και υποχρώθηκε να δουλέψει από τα δεκαεννιά της ώς γραμματέας, χωρίς να εμφανίσει το παραμικρό δείγμα χειραφέτησης.
Οι πρωτότοκοι των παραπάνω οικογενειών σμίξαν. Ο σπόρος τους δεν ήταν Μιχάλης αλλά Μιχαέλα. Ο Μανιάτης ούτε γιό βρήκε αλλά ούτε και την υποτελή γυναίκα. Η Αριστοκράτισσα σκόνταψε στη πρόκληση της ανάληψης ευθυνών. Χώρισαν. Είμασταν πιά στη δεκαετία του 70. Δεν υπήρξε βία, αναδύθηκε μόνο μία νοσηρή πραγματικότητα, αυτή της γυναικείας θέσης. Ο Μανιάτης στη συνέχεια έγινε καταφρονετικός με τις γυναίκες αλλά και με τον εαυτό του. Η Αριστοκράτισσα πίστεψε, άδικα, πως αν έβρισκε τον δάνδη δεν θα χρειαζόταν ν’αγωνίζεται στη ζωή της.
-Μιά αγρότισσα κρατάει το σπιτικό της χωρίς ρεύμα και γκάζι, με νερό από το πηγάδι. Στην ίδια στέγη, τα πεθερικά, οι κουνιάδοι, τα ανήψια, χωράφια, ζύμωμα, ξυλόφουρνος, αλισίβα, κάτασπρα σεντόνια και το όνειρο γιά τα παιδιά να σπουδάσουν, να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι μαζί με το όνειρο γιά το τσιμέντο που θα αντικαταστήσει τη ξύλινη στέγη που στάζει. Πως να μελετήσουν έτσι τα παιδιά, βρε άντρα; Δε βαριέσαι, έχει ο θεός. Υπερευαισθησίες, ‘’υστερίες’’ της τσακισμένης από τη δουλειά αγρότισσας απέναντι στην στωικότητα του ρυτιδιασμένου αγρότη-εργάτη. Ευτυχώς δεν ήταν μέθυσος. Δεν υπήρξε σωματική κακοποίηση.
Κι η Μικαέλα συνάντησε το γιό της αγρότισσας. Δεκαετία ’80, ’90. Σεξουαλική ελευθερία, φεμινισμός, οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών. Κι όμως ισονομία των δύο φύλων δεν επήλθε. Οπότε ας μη μακρυγήσουμε με τη περιγραφή μιας ακόμα ανισοβαρούς σχέσης.
Είμαστε στον 21ος αιώνα . Και;
Η γυναίκα μόνιμα ένας σάκκος του μπόξ, χρωματισμένος τώρα με τα χρώματα της χειραφέτησης, βαρύς από τις πνιγμένες της ευαισθησίες, να εκτονώνονται πάνω του η σεξουαλική ορμή, οι ανασφάλειες, η οργή, οι κρυμμένοι φόβοι, η ‘’καθαρή λογική’’ των αντρών που ποτέ δε ξέχασαν τα γονεϊκά τους πρότυπα και ούτε τόλμησαν να τα ξεπεράσουν μήπως και χαρακτηριστούν αδύναμοι.
Είσαι άχρηστη, ανερμάτιστη, επιθετική, είσαι ανίκανη, είσαι τσούλα,είσαι αδιάφορη, είσαι ψυχρή, είσαι χοντρή.
Και δεν ακούσαμε ακόμα τις ιστορίες της παράγκας, της φαβέλας, του υπογείου, της μπούργκας.
Φρόσω Μαυρομιχάλη
Είμαι συνταξιούχος τραπεζουπάλληλος, γεννημένη το 1962 στη κυψέλη, με σπουδές στην
οικονομία και μητέρα τριών αγοριών. Μετά την συνταξιοδότησή μου, παρακολούθησα το
μονοετές εργαστήρι ζωγραφικής στη σχολή Βακαλό, ένα σεμινάριο ζωγραφικής στην
Artens, σεμινάριο δημιουργικής γραφής στο Γαλλικό ινστιτούτο καθώς και σεμινάρια
δημιουργικής γραφής στην Artens.
Leave A Comment