«Άστρη σύνελθε! Επιτέλους πρέπει να καταλάβεις ότι τα πράγματα χρειάζονται το χρόνο τους!» Πάλι της άλλαζε το όνομα. Άκου Άστρη! Δεν του απάντησε. Κούνησε το κεφάλι, χαμήλωσε το βλέμμα και είδε το δεξί του χέρι να σφίγγει το τιμόνι, είδε τη βέρα που σήμερα είχε ξεχάσει να αφαιρέσει πριν την συναντήσει και ένα παλιό σημάδι μάλλον από κόψιμο ή κάψιμο στον αντίχειρά του- τα είδε όλα καθαρά, ολοκάθαρα, τα είδε και αμέσως μετά γύρισε το κεφάλι στο παράθυρο, στα χωράφια.
«Όλα χρειάζονται το χρόνο τους» επανέλαβε εκείνος, κόβοντας τις συλλαβές, σαν να ήθελε να πείσει και τον εαυτό του. «Πρέπει να περιμένουμε λίγο…»
Χρόνο. Ναι, τα πράγματα χρειάζονται το χρόνο. Τα γεγονότα, όμως γίνονται, συμβαίνουν.  Σε απειροελάχιστο χρόνο. Και δεν χρειάζονται τίποτα για να συμβούν. Ούτε καν εμάς.
Το αυτοκίνητο προχωρούσε και τα χωράφια υποχωρούσαν, δίνοντας τη θέση τους στις αυτοσχέδιες επαύλεις με τους άρτι αφιχθέντες εποίκους: οι άρχοντες των πουρναριών.
Να περιμένουμε λίγο…Λέξη δεν θα της έκλεβε σήμερα. Τόσο καιρό της κλέβει το χρόνο, την ψυχή, το όνομα. Σήμερα τίποτα δεν θα της έπαιρνε. Καταπατητές ήταν αυτοί οι δήθεν ιδιοκτήτες με τις βίλες και τις επαύλεις. Ξεκίνησαν από ένα παράπηγμα και έφτιαξαν το δυαράκι και το τριαράκι τους και σιγά σιγά έγινε μεγαθήριο για να στεγάσουν τα πράγματα που χρειάζονται χρόνο. Αχ, έπρεπε επειγόντως να πάει στο νησί, στο πατρικό της στη Σύμη, να ξεπλύνει τα μάτια της απ’ την ασχήμια της πρωτεύουσας και των περιχώρων, να αναστηλωθεί. Λίγη αυθεντική ομορφιά, λίγος αέρας! Γιατί δεν τής έλεγε πως δεν σκόπευε να φύγει ποτέ. Να τέλειωναν. Να της έλεγε ότι «Όχι, δεν αφήνω έτσι το τεσσάρι μου…για μια ιδέα. Για μια ιδέα σαν εσένα.
Κάρφωσε το βλέμμα της στον ουρανό, τα σύννεφα έτρεχαν να συναντήσουν τον εαυτό τους σε άλλο σχήμα. Αχ, να μπορούσε κι εκείνη να τρέξει, να προλάβει τον αυριανό εαυτό της, να παρακάμψει αυτά τα εξαντλητικά ενδιάμεσα. Ουρανία σύνελθε! της φώναζε η δασκάλα, όταν πρωτοήρθε έντεκα χρονών στην Αθήνα.. Κι έτρεχε. Έτρεχε να μεγαλώσει, να φθάσει εδώ. Με το όνομα τσεκουρεμένο, ανάπηρο.
«Άστρη τι έπαθες πάλι;» τής έπιασε το χέρι και προσπάθησε αδέξια να της το σφίξει. «Άκου της άφησα ένα σημείωμα, να την προετοιμάσω, ελπίζω να φερθεί λογικά. Ξέρεις τι σημαίνει διαταραχή; Ψυχική διαταραχή; Απρόβλεπτες αντιδράσεις. Αυτό σημαίνει. Δεν ξέρεις τι να περιμένεις. Γι’ αυτό και τής είπα πως πρέπει να μείνουμε για λίγο χώρια. Θυμάσαι τι έγινε την τελευταία φορά. Έπεσε από τον τρίτο. Τότε δεν έπαθε τίποτα το σοβαρό, ένα κάταγμα μόνο. Τούτη τη φορά, όμως, μπορεί να πέσει από τον έκτο. Και να αποβεί μοιραίο. Άστρη με παρακολουθείς;»
Τράβηξε το χέρι της, το άφησε για λίγο μετέωρο στον αέρα και έπειτα πάτησε το On στο CD player. Όχι, αυτή τη φορά δεν θα έμπαινε στον κόπο να τον διορθώσει. Δεν θα έμπαινε στον κόπο ούτε καν να του το υπενθυμίσει. Τόσες φορές του το είχε πει. Τού το είχε τονίσει. Τώρα ας το κάνει μόνος του, ας διορθώσει ό,τι μπορεί, μόνος του. Αδιόρθωτος. Πάντα μισά λόγια. Μισές κουβέντες. Όπως και στη γυναίκα του. Μασημένες λέξεις. Πάντα τής έτρωγε συλλαβές, ή την παραποιούσε. Πάντα τη μίκραινε. Κατ’ εξακολούθηση. Λες κι αν της μίκραινε το όνομα, θα της μίκραινε και τις απαιτήσεις.
Τώρα εκείνη ήταν που πέρασε ξαφνικά στο χώρο του ανείπωτου, του ασυλλάβιστου και της ξέφυγε ένα σχεδόν άηχο «Αχ» ή «Οχ». Μια αόρατη τανάλια της έσφιξε απότομα την καρδιά και μούδιασε ολόκληρη. Ξεφύσησε και ακούμπησε το χέρι της στο στέρνο, στην καρδιά της.  Ήξερε αυτό το μέρος που την πήγαινε. Το ήξερε καλά. Ο εφιάλτης της.
IT ALL END UP IN TEARS, άκουσε το ρεφρέν του τραγουδιού και ανατρίχιασε.
Ήταν λάθος που δέχτηκε να έρθει εδώ μαζί του.
«Όταν ήμουν παιδί κάναμε εδώ κοντά διακοπές», κάτι τέτοιο τής είπε. «Οικογενειακό εξοχικό».
In tears, επανέλαβε εκείνη, κουνώντας άηχα τα χείλη και έκανε να απομακρύνει ένα σκουπιδάκι –όχι δάκρυ- από το μάτι της. Πέρα στο βάθος κι άλλα νεόδμητα εξοχικά, σαν φρούρια. Γιατί τόση ανάγκη να περιφρουρούν, τι είναι τόσο πολύτιμο που πρέπει να το διαφυλάξουν; Όλα όσα χρειάζονται χρόνο. Χρόνιες αμαρτίες. Τους γάμους, τα κουτσούβελά τους, τα κατοικίδια τους, ενώ τα ανομήματα τους, αυτά έξω, στην άσφαλτο, στα πουρνάρια.
«Παίζαμε εκεί κάτω…» της είπε, αλλάζοντας τόνο στη φωνή. «Εκεί στ’ αρχαία… βλέπεις;» Έβγαλε έξω από το παράθυρο το αριστερό του χέρι δείχνοντας έναν αρχαίο ναό στο βάθος, πιο πίσω ίσα που διακρινόταν η θάλασσα.
 Κι εγώ παίζω με τη ζωή μου…είπε στον εαυτό της, όταν τον είδε να σταματάει στη στροφή, μπροστά από τον φράκτη του αρχαιολογικού χώρου, με το μικρό παράπηγμα του φύλακα των αρχαιοτήτων. Οι κολώνες, τα ερείπια, φόντο του μόνιμου εφιάλτη που υπογράμμιζε τη μοίρα της. Το ύψος, το μοιραίο ύψος και η αμετάκλητη πτώση.
Η Άρτεμις, η Άρκτος, η Ιφιγένεια, η θυσία…κι ο κίτρινος χιτώνας…
«Έχεις ξανάρθει;»
Έγνεψε καταφατικά. «Έλα κατέβα, ξέρω ένα πέρασμα. Πάμε να περπατήσουμε στ’ αρχαία. Θέλω να στ’ εξηγήσω όλα. Όλα. Σ’ αγαπάω Αστραδενή. Θα κάνω τα πάντα για σένα».
Νά, λοιπόν που δεν ξέχασε το όνομά της. Να λοιπόν που όταν θέλει μπορεί να μιλήσει σωστά.
Αστραδενή σ’ αγαπάω. Θα κάνω τα πάντα για σένα.
Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε το δυσοίωνο τοπίο.
Τον άκουγε να μιλάει χωρίς να τον καταλαβαίνει. Οι λέξεις έφταναν στ’ αυτιά της χωρίς το νόημά τους. Πάτησε off. Σταμάτησε η μουσική.
Αστραδενή, Αστραδενή, κόρη της Πούλιας, μικρή άρκτος, μωρή παρθένα, χθόνιες θεότητες του κάτω κόσμου, μωρές θνητές του πάνω κόσμου.
 Ανθρωποθυσίες συμβολικές, ανθρωποθυσίες κυριολεκτικές, γίνονταν στην αρχαιότητα, γίνονται και σήμερα. Μόνο που δεν καταγράφονται. Θύματα που θυσιάζονται και δεν το ξέρουν. Θύτες που περπατάνε αγέρωχα ανάμεσά μας. Ανέμελες παρθένες που τρέχουν να συναντήσουν το θύτη τους τραγουδώντας.
«Πάμε να σου δείξω τη σπηλιά της Ιφιγένειας».
«Ξέρω που είναι» είπε και έκλεισε δυνατά την πόρτα.
«Σου πάει το κίτρινο. Να το φοράς συχνότερα».
Της πάει το κίτρινο. Στα κίτρινα είναι ντυμένη η ψυχή της. Κίτρινους χιτώνες φορούσαν οι παρθένες της πομπής για τα μυστήρια στο ναό της Αρτέμιδος.
Οι παρθένες, τα κοριτσάκια, οι άρκτοι, έμεναν εδώ για πέντε ολόκληρα χρόνια· να εξευμενίσουν τη θεά. Περίοδος μύησης. Πριν περάσουν στην εφηβεία. Πόσων χρονών ήταν εκείνη τότε που…; Δέκα, έντεκα; Έντεκα ήταν όταν είχε εκείνο μοιραίο όραμα. Σαν αμνός επί σφαγή. Τότε που της έκλεψαν την αγνότητά της, την παρθενία της. Και το όνομά της. Όλα της τα πήραν όταν ήταν μικρή και ξένη στην Αθήνα. Και δεν το είπε ποτέ πουθενά. Δεν το είπε στη μάνα ούτε στον πατέρα της. Έντεκα χρονών. Πόσες πενταετίες είχαν περάσει από τότε; Πολλές. Ποτέ σε κανέναν δεν το είπε, συνέχισε να συναντάει τον βιαστή, στο σουπερμάρκετ, στο ασανσέρ, τον έβλεπε να μιλάει στη μάνα, στον πατέρα στην είσοδο της πολυκατοικίας και εκείνη χαμήλωνε το βλέμμα σαν να ήταν δικό της το φταίξιμο. Σαν να έφταιγε η ίδια που είδε το φρικαλέο πρόσωπό του. Αν δεν υπήρχε «αυτό» επάνω της, μπορεί κι εκείνος να μην μάθαινε ποτέ, το πόσο αποτρόπαιος, πόσο φρικιαστικός μπορεί να γίνει. Αυτή τη στιγμή έβλεπε καθαρά, την εκδρομή, το κολατσιό, το σακουλάκι, τα άλλα παιδιά, την κυρία Κανελλοπούλου…την Ιφιγένεια και τη θυσία. Μόνο που δεν ξέρει για ποιον θυσιάστηκε. Τα θύματα, μάλλον, δεν το μαθαίνουν ποτέ, δεν τους δίνεται αυτή η πληροφορία, τούς είναι άχρηστη.
Εγκλωβισμένη η ψυχή της εδώ στην Αρτέμιδα.
Σκούπες, σκούπες να καθαρίσει, να απολυμάνει το μέσα της, να απαλλαγεί η ψυχή της από τη σκόνη, από το αμάρτημα της σιωπής.
Σκούπες, όλες τις σκούπες που αφήνουν οι πιστοί μπροστά απ’ το εικόνισμα της Παναγιάς του Πανορμίτη στη Σύμη, σκούπες για να απολυμάνει το τοπίο της ψυχής της… τόση σκόνη… τόσες θυσίες, τόσες ανθρωποθυσίες κι όλες ακαταχώριστες.
Εγκλωβισμένη, η ψυχή της παρθένας εδώ στην Αρτέμιδα.
Η προαναγγελθείσα βεβήλωση.
Η βεβαιότητα του γεγονότος.
Άλλοι το λένε σεξ, άλλοι πάθος, άλλοι έρωτα, άλλοι εκτόνωση, εκείνη το είπε θυσία, έτσι όπως έγειρε το κορμί της πάνω στα ερείπια, την κοιλιά της στο παγωμένο μάρμαρο, ο βράχος να της τρίβει τους μηρούς, κι εκείνος να της επαναλαμβάνει απελπισμένα: Δεν θα σ’ αφήσω ποτέ, πάντα θα σ’ αγαπώ
Στην αρχαιότητα εδώ γινόταν μια συμβολική θυσία. Χάραζαν το λαιμό ενός ανθρώπου ώστε να βραχεί με αίμα ο βωμός της θεάς, μια μυστική τελετουργία. Μυστική τελετουργία ήταν και η συνεύρεσή τους σήμερα. Δεν ήταν στόχος η ηδονή αλλά μια καθαρτική οδύνη. Σαν να ήρθε επιτέλους η ώρα να αφήσουν πίσω την εφηβική ηλικία των συναισθημάτων τους.
Κάπου μακριά ακουγόταν ένα χορτοκοπτικό μηχάνημα σε λειτουργία, ένα αδέσποτο στάθηκε ακίνητο και τους κοίταζε, ένα μυρμήγκι σκαρφάλωσε στα δάχτυλά της σέρνοντας ακαταπόνητα ένα ψίχουλο, ένα κουκουνάρι παρασύρθηκε και κύλησε πάνω στο γυμνό του πόδι, στηριγμένο πάνω σε ένα θραύσμα αρχαίας κολώνας. Το κουκουνάρι κύλησε και σταμάτησε πάνω στο κατεβασμένο του παντελόνι.
Τα χόρτα και οι φρέσκοι βλαστοί της χάιδευαν το πρόσωπο καθώς μπαινόβγαινε μέσα της ρυθμικά. Μια σαύρα ξεπρόβαλλε κάτω από μια πέτρα και στάθηκε κοιτάζοντας την διερευνητικά καταπρόσωπα, κι εκείνη δεν τραβήχτηκε, δεν φοβήθηκε, η μέρα αυτή ήταν πέρα από κάθε φόβο. Αστραδενή σ’ αγαπάω…
Αστραδενή την έλεγε πάντα όταν ήταν μέσα της, ή λίγο πριν, Αστραδενή η γυναίκα με τα πολλά ονόματα, άλλοι τη λένε Άνη, μόνο η πρώτη και η τελευταία συλλαβή, άλλοι Αδενή, που ακουγόταν και σαν ανίδεη. Άλλοι Αδένα και άλλοι Καδένα. Όλοι της άλλαζαν το όνομα, όλοι μαζί της ήταν παρεμβατικοί, αρχής γενομένης από εκείνη τη δασκάλα που την έλεγε Ουρανία, την ξαναβάφτισε δηλαδή, χρίζοντας νονό τον χαζοσυνειρμό της.
Κάποιος που την ερωτεύτηκε την έλεγε Τρανή κι αυτός που ερωτεύτηκε εκείνη την έλεγε Άστρη. Ο ένας την ήθελε γίγαντα, σε βάθρο, γυναίκα κολοσσό, κι ο άλλος άστρο μακρινό να φέγγει, άπιαστο στη μοναξιά της κορύφωσής του. Η ίδια πέρασε δεκαετίες επιμένοντας στο Αστραδενή μέχρι που βαρέθηκε και άφησε αυτή την υπόθεση στην τύχη, στους άλλους δηλαδή.
«Έχω ξανάρθει εδώ με το σχολείο» του είπε, την ώρα που της έδινε χαρτομάντηλο να σκουπιστεί. Τίναξε τα χώματα από το σχολαστικά σιδερωμένο φόρεμά της και στάθηκε όρθια. «Εκείνη την ίδια μέρα με βιάσανε».
«Πού εδώ
«Όχι εδώ. Εδώ είδα το όραμα. Έγινε μετά…»
«Τι έγινε μετά;»
«Μετά την εκδρομή. Ήμουν έντεκα χρονών».
«Τι λες Αστραδενή! Το είπες στους δασκάλους;»
«Όχι, έγινε σπίτι μου. Δίπλα από το σπίτι μου…ένας γείτονας».
Κρατούσε στο ένα του χέρι το συρρικνωμένο πέος του και το σκούπιζε σχολαστικά με αργές κινήσεις.
«Τιμωρήθηκε;» ρώτησε καθώς σήκωνε το παντελόνι του και έσφιγγε τη ζώνη του.
«Όχι, δεν το είπα ποτέ σε κανέναν. Μάλλον το ξέχασα. Το έθαψα. Μόλις τώρα το θυμήθηκα, Θυμήθηκα την εκδρομή. Την Αρτέμιδα, την Ιφιγένεια, τη θυσία…κι αυτό. Συνειρμοί…» είπε γελώντας πικρά. Πάντα μια γυναίκα πρέπει να θυσιαστεί. Εξευμενίζονται έτσι οι θεοί.
«Έπρεπε να το πεις. Αυτοί οι τύποι πρέπει να τιμωρούνται. Είναι έγκλημα να το κάνουν τέτοια πράγματα στα παιδιά».
«Εγώ ήμουν το παιδί».
«Έλα» της είπε και της άπλωσε το χέρι. «Πάμε μέχρι τη Χαμολιά. Υπάρχει ένα ταβερνάκι δίπλα στη θάλασσα. Πάμε να μιλήσουμε και να κάνουμε σχέδια».
«Δεν πεινάω!» Στράφηκε προς τη θάλασσα, κάπου πίσω από το βράχο υπήρχε η σπηλιά της Ιφιγένειας και ο βωμός -ο τόπος της θυσίας. Ανατρίχιασε. Ένα δυσοίωνο αεράκι άρχισε να φυσάει. Κούμπωσε τα κουμπιά από το μπουφάν της και σήκωσε το γιακά.
«Ας γυρίσουμε…μια άλλη φορά»
Μια άλλη φορά. Τι θα γινόταν την άλλη φορά που δεν μπορούσε να γίνει σήμερα; Θα έλεγαν αυτά που δεν είχαν πει…θα την αποκαλούσε με το όνομά της, χωρίς τις προκαταρτικές παραποιήσεις, θα παρέκαμπταν τις δυσκολίες; Τι θα γινόταν άραγε την άλλη φορά;
Προπορευόταν, πατώντας πάνω στα βράχια και στις κολώνες. Πέρασαν το σπήλαιο της Ιφιγένειας, πέρασαν τον ναό και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο.
Ανθρωποθυσίες. Βάρβαρο έθιμο, καθόλου ξεχασμένο. Αποκεφαλισμοί, διαμελισμοί, αφανισμοί, όσο οι πολιτισμοί εξελίσσονται, εξελίσσονται και οι μέθοδοι, θυσίες χωρίς ίχνη. Το αίμα εξανεμίζεται πριν τρέξει.
Είχαν σχεδόν φθάσει στο αυτοκίνητο όταν άκουσε το κινητό του να χτυπάει. Ο ήχος της φωνής του, ασταθής, σαν βουητό σταλμένο από κάποια μακρινή χρονική διάσταση. Η φωνή κάποιου αρχαίου τραγωδού
«Όχι, όχι! Πότε; Το έχει ξανακάνει….Έρχομαι. Από τον έκτο; Πού την έχουν;»
Έκλεισε το τηλέφωνο και τέντωσε τα χέρια του σε ένδειξη απόγνωσης.
«Το σημείωμα…» μουρμούρισε παραμιλώντας. «Το σημείωμα!» επανέλαβε δυνατά και έφερε το χέρι στο μέτωπό του. «Δεν πρέπει να το βρουν».
Η Αστραδενή στράφηκε και κοίταξε έντρομη τον ναό. Η όρασή της θόλωσε στο λυκόφως και είδε αίμα, αίμα γυναίκας στην άσφαλτο…
Λιμνούλες από αίμα, αίμα ο καθρέφτης των άστρων. Τα άστρα της νύχτας  λαμπυρίζουν στην άσφαλτο, πάνω σε κάθε τυχαία ρανίδα χιλιάδες αστροβολήματα κάτω από τους λαμπτήρες του δρόμου.
Άστρα στην άσφαλτο, σκέφτηκε η Αστραδενή, η λάμψη, ο κόκκινος γαλαξίας, η αμόλυντη παρθένα, η μολυσμένη άρκτος, αυτή είσαι, η ατιμασμένη άρκτος.
Τον είδε, να πατάει τα πλήκτρα του τηλεφώνου του, να βγάζει κραυγές, είδε το πρόσωπό του να παραμορφώνεται, το δεξί του πόδι νευρικά να κλωτσάει σκόρπιες πέτρες, να κλωτσάει χώμα, πότε πότε τέντωνε το χέρι του και έδειχνε πέρα, πέρα…μετά πέταξε το κινητό και μιλούσε μόνος του. Το σημείωμα, δεν έπρεπε να της αφήσω εκείνο το σημείωμα.
Η Αστραδενή κάθισε στη θέση του συνοδηγού και πέρασε αργά τη ζώνη του καθίσματος. Πάτησε το On στο CDplayer. Να σβήσει, να απομακρύνει το δικό της ζοφερό προαίσθημα.
IT ALL END UP IN TEARS. Αχ, αυτό το τραγούδι δεν λέει να τελειώσει.

Αργυρώ Μαντόγλου
Η Αργυρώ Μαντόγλου είναι συγγραφέας έξι μυθιστορημάτων, μιας συλλογής διηγημάτων και δύο ποιητικών συλλογών. Σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία, Φιλοσοφία και Κριτική Θεωρία. Άρθρα, κριτικές και θεωρητικά κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο, τον περιοδικό και τον ηλεκτρονικό τύπο, ενώ έχει ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μετάφραση και την διδασκαλία.
Το «Νύφη από Πολυεστέρα» ήταν υποψήφιο για το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω το 2003 και το μυθιστόρημά της Λευκή ρεβάνς για το βραβείο περιοδικού Αναγνώστης και για το Athens Prize for Literature το 2013.
Έχει μεταφράσει, ανάμεσα σε άλλα μεγάλα ονόματα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, και έργα των Τζορτζ Έλιοτ, Βιρτζίνια Γουλφ, Χένρι Τζέιμς, Τζέιν Όστεν, Τζιν Ρις, Άλι Σμιθ, Πίτερ Κάρεϊ, Καζούο Ισιγκούρο και Χαρούκι Μουρακάμι, για τη μετάφραση του οποίου (Κάφκα στην Ακτή) πήρε το βραβείο Αναγνωστών Public to 2016.
Έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), στους «Κύκλους Επιμόρφωσης» των εκδόσεων Gutenberg, στην «Εταιρεία Διαπολιτισμικών Σπουδών», στον «Νότιο, Χώρος Τέχνης και Δράσης». Σεμινάρια γραφής έχει, επίσης, δώσει στον Φωτογραφικό Κύκλο «Εννέα», στο τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ, στο «Άλμα Ζωής», στο «Writing Centre of Wales» και σε άλλους φορείς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βρετανία.