Άκουσε την πόρτα να κλείνει με θόρυβο. Έπειτα, τον ήχο του ασανσέρ που έφτασε στον όροφο. Κράτησε την ανάσα της. Πίσω από τους τοίχους μπορούσε να μαντέψει το οργίλο βλέμμα, τα σφιγμένα χείλη, το ανέκφραστο πρόσωπο. Θα έφευγε άραγε, όπως την είχε απειλήσει ή θα επέστρεφε για να αποτελειώσει το έργο του; Ακούστηκαν ένα δυο βήματα προς το μέρος της πόρτας, έπειτα άλλα δυο στην αντίθετη κατεύθυνση και, επιτέλους ο θόρυβος του ασανσέρ που κατέβαινε.

Σηκώθηκε με κόπο από το πάτωμα. Πόση ώρα ήταν εκεί μετά τη λαίλαπα που προηγήθηκε; Σύρθηκε ως το παράθυρο και κρυφοκοίταξε από τις γρίλιες. Τον είδε που έμπαινε στο αυτοκίνητο με ένα σχεδόν θριαμβικό χαμόγελο. Προς στιγμή της φάνηκε πως εκείνος  κοίταζε το παράθυρο και την έλουσε κρύος ιδρώτας. Κι αν γύριζε πίσω; Τράβηξε μηχανικά την κουρτίνα, σχεδόν καλύφτηκε με αυτήν. Δεν έπρεπε να την δει. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης  βγήκε από το στήθος της μόλις το αυτοκίνητο ξεκίνησε και γρήγορα χάθηκε στην στροφή του δρόμου.

Έσυρε το ήδη μπλαβιασμένο κορμί της ως το μπάνιο. Η εικόνα ένα αξιοθρήνητου πλάσματος έκανε την εμφάνισή του στον καθρέφτη. Ήταν η ίδια εικόνα που είχε δει να σχηματίζεται πολλές φορές, όλα αυτά τα χρόνια της κοινής τους ζωής ύστερα από ομηρικούς καυγάδες που ξεσπούσαν αναίτια, σχεδόν, κάθε φορά που κάτι στράβωνε στις δουλειές του ή κάθε φορά που εκείνη είχε μια επιτυχία στην επαγγελματική της ζωή.

«Σιγά το επάγγελμα που επέλεξες !» ήταν η μόνιμη επωδός του.

Αναλογιζόταν πόσες φορές την είχε απειλήσει  πως θα της  κατέστρεφε τα έγγραφα της δουλειάς της κι άλλες τόσες φορές  εκείνη για να αποσείσει την απειλή, χαμήλωνε το κεφάλι, λες κι ήταν ένοχη κι έπεφτε στα πόδια του να παρακαλέσει να την λυπηθεί…

«Μόνο για λύπηση είσαι!..» Κι αυτή το πίστευε…

Φωνές, υβριστικές φράσεις ταπείνωσης, άσεμνες χειρονομίες, εξαφάνιση για μικρό ή μεγαλύτερο διάστημα και ύστερα… επάνοδος με χαμόγελα και υποσχέσεις πως τάχα ήταν η κακιά στιγμή που δεν έλεγχε τον εαυτό του.

Όρκοι,  άφεση, συγχώρηση, επιστροφή.  Νηνεμία για μικρό χρονικό διάστημα.

Κι εκείνη ενέδιδε, υποχωρούσε  πάντοτε με την ελπίδα πως κάθε αντάμωμα θα ήταν όπως παλιά… όπως στον πρώτο χρόνο της γνωριμίας τους, τότε που όλα φάνταζαν ιδανικά….

Αυτή η ελπίδα αναζωπυρώθηκε και δυο μέρες πριν, όταν της τηλεφώνησε μετά από μήνα και πλέον απουσίας.

«Θέλω να σε δω…»

Κοιτάζοντας τώρα το μελαγχολικό πρόσωπό της στον καθρέφτη, συνειδητοποιεί πως αυτός ο άνθρωπος της έκλεψε την ζωή, της πήρε την χαρά, της ψαλίδισε όχι μόνο τα όνειρα, μα την ίδια της την ύπαρξη.

Γιατί, όμως, ενέδωσε; Γιατί συγκατατέθηκε κι αυτήν την φορά; Ήταν ίσως το παγερό κι απόμακρό του ύφος στο τηλέφωνο ή μήπως το  δικό της ξάφνιασμα μετά από μέρες σιωπής  που γέννησε τη λαχτάρα γι΄ αυτό το «θέλω»;

Το σίγουρο  ήταν πως μέσα της μάχονταν αντίρροπες δυνάμεις ανάμεσα σε αυτά που εκείνη ήθελε κι εκείνα που η φωνή της λογικής της υπαγόρευε.  Είχε κωφεύσει στη δεύτερη και είχε υπακούσει στην πρώτη.

Αποδοχή! Και τώρα, η πλήρης διάψευση, η παντελής απογοήτευση.

Περιφέρει το σώμα της από δωμάτιο σε δωμάτιο. Εικόνα λεηλασίας παντού. Πεταγμένα ρούχα, σπασμένα αντικείμενα, σκορπισμένα και μαδημένα στο πάτωμα τριαντάφυλλα,  λευκό πανί για  την «ανακωχή». Και μόνο ανακωχή δεν έγινε…  Όπως αποδείχτηκε ήταν αρκετό  μία και μόνον φράση της να πυροδοτήσει τη νέα του έκρηξη:

« Τι θα πει δεν είσαι ευτυχισμένη; Τι νομίζεις πως είσαι και υψώνεις φωνή;»

Και εν ριπή οφθαλμού, τα χαμόγελα γίνονται ειρωνεία, χλεύη, λεκτική κακοποίηση, χειροδικία.

Το χαστούκι, όπλο υπεροχής του, ήταν σημείο αφύπνισης για εκείνην. Αυτή η παρεκτροπή του την έκανε να κατανοήσει για πρώτη φορά πως εκείνος είχε  έλθει μόνο και μόνο για να διεκδικήσει, να επιβληθεί, να επιβεβαιώσει τον ανδρισμό του, να ανακτήσει το χαμένο έδαφος μετά τον τελευταίο χωρισμό.

Τώρα που εκείνος έχει φύγει  για μια ακόμη φορά, στο μυαλό της έχουν στήσει τρελό χορό παραινέσεις οικείων και φίλων, συμβουλές για υπομονή κι άλλες για την αξία και την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, της δικής της ύπαρξης!Αποδιώχνει τις πρώτες και επεξεργάζεται τις δεύτερες. Αυτό την βοηθάει να  συνειδητοποιήσει πως  όταν κάποιος μένει μόνος, όπως η ίδια, ηνοσταλγία και η αναπόληση μόνο των ωραίων στιγμών μιας σχέσης πολλές φορές αποδεικνύεται μεγάλη παγίδα. Η ίδια αισθάνεται την ανάγκη να σπάσει τον ιστό της καταπίεσης, να απεγκλωβιστεί, να ξεφύγει από όλα, όσα τόσα χρόνια την παγιδεύουν.

Σηκώνεται, ρίχνει νερό στο πρόσωπο και το κορμί της.  «Νίψον ανομήματα, μη μόναν όψιν»!

Κατεβάζει μια ταξιδιωτική τσάντα και την γεμίζει με τα αναγκαία. Οι κινήσεις της είναι βιαστικές, μα μεθοδικές, Βιάζεται να πάρει ξανά ανάσες, επείγεται να γευτεί ξανά την αληθινή ζωή.

Ρίχνει δυο τρεις τελευταίες ματιές στον χώρο που έζησε τα τελευταία χρόνια. Αποχαιρετά με το βλέμμα την αγαπημένη γωνιά της, ό,τι αγαπά και την θλίβει.

Στην εξώπορτα σταματά. Ο καθρέφτης της εισόδου καθρεφτίζει έναν άλλο άνθρωπο μεκαταπονημένοπρόσωπο, αλλά  με μια όψη αποφασιστική. Βγάζει το κραγιόν από την τσάντα της και γράφει με κόκκινα, επιμελημένα γράμματα:

« Θέλω να είμαι ευτυχισμένη!»

Ποιος ο αποδέκτης;

Χαμογελά… δεν την νοιάζει!  Εκείνη το έλαβε ήδη το μήνυμα.

Φεύγει, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή.

Μπροστά της ανοίγεται ένας νέος κόσμος, μια νέα ζωή!

 

Γιούλα Γ. Κωνσταντοπούλου
Γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.Είναι κάτοχος MScτου Ε.Κ.Π.Α καθώς και Διδάκτωρ Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας και Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών.Υπηρέτησε στη  Δημόσια  Μέση Εκπαίδευση, δίδαξε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο τουΕ.Κ.Π.Α και ως Επισκέπτρια  Καθηγήτρια στο Μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Ελληνικών και Κυπριακών Σπουδών» του Πανεπιστημίου της Γρανάδας. Έχει λάβει μέρος με ανακοινώσεις σεδιεθνή συνέδρια και στην επιστημονική της δραστηριότητα περιλαμβάνονται τέσσερεις αυτοτελείς εκδόσεις και υπέρ τα πενήντα άρθρα σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά.Έχει γράψει διηγήματα. Τον Μάϊο του 2020 εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο:«Αμέλια- Ιχνηλατώντας μνήμες των Ρωμιών της Πόλης» από την Άνεμος Εκδοτική.