Ξημερώθηκα διαβάζοντας ξανά και ξανά αυτό το γράμμα. Το αίμα που κυλούσε στις φλέβες μου, γεμάτο αλκοόλ,  είχε δηλητηριάσει το σώμα μου. Στην καρδιά μου και πιο μέσα εκεί στα έγκατα της ανθρώπινης υπόστασής μας που δεν ξέρουμε τι έχει, γινόταν  πόλεμος. Ό πιο σκληρός πόλεμος που έχει γραφτεί ποτέ. Με τα όπλα στραμμένα όλα προς εμένα. Ήμουν έτοιμη να παραδοθώ. Έμεινα, ωστόσο, λίγο ακόμη στη μάχη. Σκέφτηκα πως δεν πειράζει κι αν πεθάνω.  Έτσι κι αλλιώς ήμουν κατεστραμμένη. Το δηλητηριασμένο σώμα μου θα κατέληγε.
Αυτό που θα καθόριζε από εδώ και πέρα ποια θα ήμουν στ αλήθεια ήταν πώς θα αντιμετώπιζα την πτώση. Στην αρχή ένιωθα να ασκούν βία πάνω μου ακόμα και τα καθημερινά μου πράγματα, το καθήκον μου για τη δουλειά μου και το χρέος προς τον εαυτό μου, ακόμα και το γεύμα που έπρεπε να ετοιμάσω, όλα γίνονταν με κόπο και συντριβή. Κανένας δεν με  είχε προετοιμάσει για αυτό. Είχα μετατρέψει τον εαυτό μου σ ένα κουρδισμένο παιχνίδι που πολύ γρήγορα έχανε τη βέλτιστη απόδοσή του κι έπρεπε να το επανακουρδίσω.
Το πρωί έπρεπε να φύγω για τη δουλειά.   Δεν πέθανα το προηγούμενο βράδυ όπως θα ήθελα. Η συνηθισμένη διαδρομή εδώ και δεκαπέντε χρόνια έμοιαζε άγνωστη. Άνθρωποι στα τιμόνια  τους παραμορφωμένοι κι εγώ  με τα μάτια καρφωμένα στο κενό. Χρειαζόταν  ένα θαύμα να με σώσει απ την αιμορραγία.  Ήμουν κολλημένη στο φανάρι. Ξεκίνησε να έρχεται κατά  πάνω μου η μέγαιρα. Την είδα από μακριά,  ιπτάμενη, απειλητική. Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου μου, με πέταξε έξω και με έσυρε στην άσφαλτο απ τα μαλλιά. Έδωσα τη μάχη και σχεδόν ξέπνοη της ξέφυγα, κλείδωσα τις πόρτες, φόρεσα τη ζώνη ασφαλείας κι έβαλα πρώτη να φύγω. Η αγανάκτηση των οδηγών που για τρίτη φορά τους καθήλωσε το κόκκινο φανάρι με έκανε να κοιτάζω μόνο μπροστά. Ένιωθα τη βία των λέξεων που ξεστόμιζαν να  με χτυπούν αλύπητα. Τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά μου και γέμισαν μαύρη υγρασία το πρόσωπό μου καθώς ξέβαψε και το φρέσκο μάσκαρα των βλεφάρων μου. Το στομάχι μου ήθελε ν αδειάσει την πρωινή φουρτούνα που με βρήκε κι ένα κύμα ανέβηκε στο στήθος μου και έπνιξε κάθε λογική και κάθε επαφή με τον δρόμο που έπρεπε να συνεχίσω.
Βρήκε, όμως, την  ευκαιρία, η τρελη, να κολλήσει πάλι πάνω μου, αυτή τη φορά στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου μου με το πρόσωπό της αγριεμένο από την προηγούμενη ήττα της, τα μάτια γουρλωμένα με κάτι μαλλιά γέρικα, ξασμένα και παλάμες με γαμψά νύχια έτοιμα να τα μπήξει στις σάρκες μου. Κι έπρεπε να βάλω σε εφαρμογή τον αυτόματο  καθαριστή του τζαμιού,  πατούσα κουμπιά, ο, τι έβρισκα μπροστά μου για να την  ξεκολλήσω  αυτήν την σιχαμένη από πάνω μου. Την πήρα μαζί μου πατώντας γκάζι στην λεωφόρο που ελευθερώθηκε επιτέλους,  έστριψα σε στενό που θα ήμουν μόνη και ανέπτυξα τέτοια ταχύτητα που η δύναμη του ανέμου την πήρε την πουτάνα και την πέταξε μακριά μου. Άνοιξα το αυτόματο παράθυρο κι έκραξα με όλη μου τη δύναμη «γαμήσου» .

Στέλλα Καγιάντα
Η Στέλλα Καγιάντα είναι εκπαιδεύτικός της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, έχει παιδέψει και έχει παιδευτεί μέσα σε αυτό το ιερό καθήκον, αλλά και έχει εμπνευστεί για να γράψει ιστορίες. Οι ιστορίες της είναι για να παίξουμε, για να γελάσουμε, για να κλάψουμε και να συγκινηθούμε, έχει γράψει ποιήματα σοβαρά, αστεία, αλλά και ένα παιδικό βιβλίο με τίτλο “Φραντσέσκο αταξία στην τάξη”. Έγραψε κι ένα ακόμα βιβλίο για την ζωή του πατέρα της “Η ζωή του καθ’εκάστην” ως δώρο για τα 87 του χρόνια. Έγραφε πάντα και γέμιζε τετράδια και συρτάρια με γραψίματα. Έχει δύο γιους, μία κόρη και ένα μαύρο σκυλάκι με κόκκινο λουράκι ενώ απολαμβάνει να παίζει κιθάτα όταν οι γείτονες έχουν κλειστά τα παράθυρα.